Είναι αλήθεια. Μεγάλη αλήθεια. Ποτέ δεν ένιωσα άνετα με τη ζωή. Σάπιζα κι ήμουν παιδί ακόμα. Henderson , ο βασιλιάς της βροχής, του Saul Bellow
Όταν ξαπλώνομαι στο έρωτα
η γέρικη καρδιά του νάνου αποδοκιμάζει.
τα μάτια της ανοίγουν μέσα από τριάντα μία
παχιές πτυχώσεις δέρματος
να με κοιτάξουν άγρια
πάνω σε τούτο το τρεμάμενο κρεβάτι.
Γνωρίζει από τι σαπίλα είμαστε φτιαγμένοι.
Όταν πληγώνεται, γίνεται απότομη.
Τώρα είναι συμπαγής, σαν λίπος
σαν κότα πράσινη στη σκόνη
που ασθμαίνει. Όμως, αν δω στον ύπνο μου τον έρωτα,
τότε τα όνειρά μου είναι για ξένους που γρυλίζουν.
Εκείνη, παράξενη, παράξενη και διεφθαρμένη,
ονειρεύεται ότι…
Μα Θεέ μου, πόσα πράγματα γνωρίζει!
Χειρότερα ακόμα, πόσες πληγές κρατά
στα χέρια της να φωλιάζουν εκεί σαν σοδειά
παρατημένου αγρού. Μα στα καλύτερά της
είναι ολόκληρη μυς κατακόκκινος
που σφύζει καθώς την καλοπιάνει ο χρόνος.
Όπου κι αν πάω, πηγαίνει.
Ω, τώρα που ξαπλώνομαι στον έρωτα
πόσο αλλόκοτα τα χέρια της ανοίγουν
με τι υπομονή ξεμπλέκω τους καρπούς της
ίδιους κόμπους. Παλιό στολίδι, παλιά γυμνή γροθιά
κι αν φόραγα εβδομήντα πανωφόρια
πάλι δεν θα μπορούσα να σε κρύψω…
Από μάνα και πατέρα είμαι φτιαγμένη.
~
Anne Sexton – Ποιήματα, εκδ. Printa, 2010
μετάφραση: Δήμητρα Σταυρίδου
πηγή
Η Anne Sexton, (1928-1974) ήταν Αμερικανίδα ποιήτρια και συγγραφέας (για ένα διάστημα δούλεψε και ως μοντέλο). Μια γυναίκα καταθλιπτική, βασανισμένη από προσωπικά βιώματα από την παιδική της κιόλας ηλικία και μια συνέχεια προβληματική με αλλεπάλληλες εισόδους σε κλινικές και ψυχιατρικά ιδρύματα, απόπειρες αυτοκτονίας και προσπάθειες απόδρασης από την καθημερινότητα. Το 1956 (στα 28 της) με την καθοδήγηση του ψυχιάτρου της η Σέξτον αρχίζει να γράφει ποιήματα με σκοπό να βρει κάτι δημιουργικό και ταυτόχρονα θεραπευτικό για την υγεία της. Ποτέ της όμως δεν κατάφερε να νικήσει την κατάθλιψή της..
Ήταν απ’ τα πρωταγωνιστικά μέλη του αμερικανικού κινήματος της Εξομολογητικής Ποίησης και από τις σπουδαιότερες ποιήτριες των αμερικανικών γραμμάτων. Το 1967 κέρδισε το Βραβείο Πούλιτζερ για τη συλλογή της Live or Die.
Με τον ποιητικό της λόγο ΜΊΛΗΣΕ ΑΝΟΙΧΤΆ ΓΙΑ ΖΗΤΉΜΑΤΑ ΌΠΩΣ η εμμηνόρροια, η έκτρωση, ο αυνανισμός και για τη μοιχεία που έως τότε δεν είχαν αγγίξει άλλοι ποιητές. Η Σέξτον δεν δίστασε να φέρει στο φως θραύσματα από το “πιο βαθύ και πιο σπασμένο κομμάτι (της)”, γράφοντας για πρώτη φορά τόσο ανοιχτά για τις εμπειρίες της από τις ψυχιατρικές κλινικές, τον αλκοολισμό του πατέρα της, τη βαριά επιρροή της μητέρας της στη ζωή της, την παιδική ηλικία, αλλά και τους εραστές της, τη μητρότητα, τη θηλυκότητα, την τρέλα και βεβαίως το θάνατο. Ήδη από την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής της το 1960, τα ποιήματά της είχαν τεράστια απήχηση σε κοινό και κριτικούς και η ίδια ήταν εξαιρετικά δημοφιλής καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της.
Η ΊΔΙΑ ΈΛΕΓΕ: «Υπήρξα θύμα του Αμερικανικού Ονείρου, του μικροαστισμού, του οράματος της μεσαίας τάξης. Το μόνο που ήθελα ήταν ένα κομμάτι ζωή, να παντρευτώ, να κάνω παιδιά (έκανε 2). Νόμιζα ότι οι εφιάλτες, τα οράματα, οι δαίμονες, θα έφευγαν αν υπήρχε αρκετή αγάπη για να τα καταλαγιάσει. Έκανα τ’ αδύνατα δυνατά να ζήσω μια συμβατική ζωή, γιατί έτσι μεγάλωσα, γιατί αυτό ήταν που ήθελε ο σύζυγος μου για μένα. ΑΛΛΆ ΔΕΝ ΓΊΝΕΤΑΙ να χτίζεις μικρούς φράχτες για να κρατάς τους εφιάλτες απ’ έξω. Το γυαλί έσπασε κάπου στα είκοσι οχτώ μου».
ΌΠΟΤΕ πλησίαζαν τα γενέθλια της ετοιμαζόταν ν’ αυτοκτονήσει. Το προσπάθησε πολλές φορές -μέχρι να το καταφέρει. Ένα μήνα πριν κλείσει τα 46 χρόνια, έκρυψε τα τσιγάρα της πίσω από μια ανθισμένη γλάστρα, πήγε στο γκαράζ κι άναψε τη μηχανή της κόκκινης Cougar. (αυτοκτονία με εισπνοή μονοξειδίου του άνθρακα)
ΜΕ ΤΗ ΦΡΑΣΗ "Θα ξεκινήσω με ένα ποίημα που περιγράφει τι είδους ποιήτρια είμαι, τι είδους γυναίκα είμαι, οπότε, εάν δεν σας αρέσει, μπορείτε να φύγετε πριν συνεχίσω." ΞΕΚΙΝΟΎΣΕ ΠΆΝΤΑ τις δημόσιες αναγνώσεις της. Καθόταν στο κέντρο του αμφιθεάτρου, έβγαζε τα παπούτσια της, άναβε ένα τσιγάρο και άρχιζε..