Κι εκείνη η θάλασσα,
με τις βάρκες
γεμάτες υπνοβάτες.
Κι η ανάσα τους
κάθιδρος γρίφος
μια ζαριά
«θα ζήσω ή θα πεθάνω»,
για υπόστεγο
ή νανούρισμα.
–Στενό νερό
η περιπλάνηση
που δεν καταπίνεται
μηδέ πλοηγείται–
Κι ύστερα,
φάνηκε ένας αρμόδιος Θεός
αλλά όχι Αλιέας.
Φορούσε στολή
και τα καϊκια του
από τσιγκέλια
και στοιχήματα φονιάδων.
Κι ανάμεσά τους
ένας που ‘λεγε
«κι εγώ!
έφαγα δυο ή τρεις,
δε θυμάμαι…»
κι η θάλασσα όλάκερη
μια βλασφημία.
~
ή νανούρισμα.
–Στενό νερό
η περιπλάνηση
που δεν καταπίνεται
μηδέ πλοηγείται–
Κι ύστερα,
φάνηκε ένας αρμόδιος Θεός
αλλά όχι Αλιέας.
Φορούσε στολή
και τα καϊκια του
από τσιγκέλια
και στοιχήματα φονιάδων.
Κι ανάμεσά τους
ένας που ‘λεγε
«κι εγώ!
έφαγα δυο ή τρεις,
δε θυμάμαι…»
κι η θάλασσα όλάκερη
μια βλασφημία.
~