Ήταν κάτι ψαράδες που ξανοίχτηκαν για ψάρεμα και βολόδερναν για πολλή ώρα χωρίς να πιάσουν τίποτε. Κάθονταν λοιπόν μέσα στη βάρκα στενοχωρημένοι. Στο μεταξύ, όμως, πέρασε από εκεί ένας τόνος που τον κυνηγούσαν μεγάλα σκυλόψαρα· αυτός, με τη φόρα που είχε πάρει, πήδηξε έξω από τα νερά και προτού καλά-καλά το καταλάβει βρέθηκε μέσα στο σκάφος των ψαράδων. Αμέσως εκείνοι τον έπιασαν και τον έφεραν στην πόλη, όπου
τον μοσχοπούλησαν.(Έτσι συμβαίνει πολλές φορές: Όσα δεν μας προσπορίζει η δουλειά, μας τα επιδαψιλεύει η τύχη.)