Ήταν ένας τσιγκούνης που ρευστοποίησε όλη την περιουσία του και αγόρασε με τα χρήματα μια ράβδο χρυσού. Την έθαψε, που λέτε, σε ένα μέρος λίγο πιο έξω από τα τείχη και πηγαινοερχόταν συνέχεια εκεί για να επιθεωρήσει την κατάσταση. Έτσι όμως κάποιος από τους εργάτες που δούλευαν κάπου κοντά, παρατήρησε τις επανειλημμένες επισκέψεις του και φυσικά υποψιάστηκε την αλήθεια. Μόλις λοιπόν απομακρύνθηκε ο τσιγκούναρος, ο
εργάτης πήγε και σήκωσε το χρυσάφι. Λίγο αργότερα ξαναγύρισε ο ιδιοκτήτης· τούτη τη φορά, ωστόσο, βρήκε την κρυψώνα αδειανή. Ευθύς τότε ξέσπασε σε λυγμούς και τράβαγε και μαδούσε τις τρίχες της κεφαλής του. Με τα πολλά, κάποιος περαστικός τον πρόσεξε που υπέφερε και χτυπιόταν έτσι, και ρωτώντας πληροφορήθηκε τα καθέκαστα. Παρηγόρησε λοιπόν τον τσιγκούνη: «Έλα τώρα, μη στενοχωριέσαι τόσο. Πράξε ως εξής: Πάρε μια κοτρώνα και χώσε την στο ίδιο μέρος. Μετά κάνε σαν να είναι θαμμένο εκεί μέσα το χρυσάφι σου. Τί διαφορά θα έχει; Αφού και όταν υπήρχε ακόμη, δεν το χρησιμοποιούσες καθόλου».
(Το δίδαγμα του μύθου: Η κατοχή ενός πράγματος δεν έχει κανένα νόημα άμα δεν το χρησιμοποιείς.)
Μετάφραση: Ιωάννης Μ. Κωνσταντάκος
𝓜𝓅𝒶𝓂𝓅𝒾𝓈 𝓚𝒾𝓇𝒾𝒶𝓀𝒾𝒹𝒾𝓈




(1).jpg)
.png)

