Τί ράθυμα ποδάρια! Και τί βήμα αργό! Αχ, πόση
μου φέρνει μαύρη βλάβη ο Θάνατος – ποτέ δε σώνει!
Ο δρόμος μου στο οικείο ψέμα μέσα μεγαλώνει·
με μένα σκανδαλίζονται όλοι οπού ʼχει χαντακώσει!
Τα μάτια μου άγνοια φανερώνουν – τόση και άλλη τόση:
παραπλανούν τις αυταπάτες που με κάνουν σκόνη
και κρύβουνε τα χρόνια που αγόγγυστα σηκώνει
η ράχη μου, κρατώντας τις αισθήσεις μου εν υπνώσει.
Στον κόσμο αφίχθηκα, της μάνας μου έχοντας αφήσει
τη φυλακή· μα ιδού, στο μνήμα από έρωτα σιμώνω:
οι φλόγες του μες στην κοιλιά τους μʼ έχουν φυλακίσει.
Στα χρονικά όρια, που μου βάζει ο Θάνατος, θα λυώνω
φλεγόμενος: το πιο μικρό τρανό θε νʼ αβγατίσει,
κι εγώ για πάντα θα πεθαίνω στης φωτιάς τον πόνο.
μου φέρνει μαύρη βλάβη ο Θάνατος – ποτέ δε σώνει!
Ο δρόμος μου στο οικείο ψέμα μέσα μεγαλώνει·
με μένα σκανδαλίζονται όλοι οπού ʼχει χαντακώσει!
Τα μάτια μου άγνοια φανερώνουν – τόση και άλλη τόση:
παραπλανούν τις αυταπάτες που με κάνουν σκόνη
και κρύβουνε τα χρόνια που αγόγγυστα σηκώνει
η ράχη μου, κρατώντας τις αισθήσεις μου εν υπνώσει.
Στον κόσμο αφίχθηκα, της μάνας μου έχοντας αφήσει
τη φυλακή· μα ιδού, στο μνήμα από έρωτα σιμώνω:
οι φλόγες του μες στην κοιλιά τους μʼ έχουν φυλακίσει.
Στα χρονικά όρια, που μου βάζει ο Θάνατος, θα λυώνω
φλεγόμενος: το πιο μικρό τρανό θε νʼ αβγατίσει,
κι εγώ για πάντα θα πεθαίνω στης φωτιάς τον πόνο.
~