Η γυναίκα μου πέθανε, είμαι λεύτερος!
Μπορώ λοιπόν, να πίνω ως την υπερβολή.
Όταν γύριζα αδέκαρος,
Οι κραυγές της μου ξέσκιζαν την ψυχή!
Όσο κι ένας βασιλιάς είμαι ευτυχής.
Ο άνεμος είναι καθαρός, θαυμάσιος ο ουρανός…
Είχαμε ένα καλοκαίρι όμοιο
Όταν κοντά της έγειρα θερμός εραστής!
Η φοβερή δίψα που με ξεσκίζει
Θα ‘χε ανάγκη για να κορεστεί
Τόσο κρασί όσο να χωρέσει το μνήμα της
Μπορει˙ -δεν είναι λίγο να το λέω:
Την πέταξα στου πηγαδιού το βάθος,
Κι έσπρωξα πάνω της με πάθος
Όλες του φρόχειλου τις πλάκες
-Θα την λησμονήσω αν το μπορέσω!
Στ’ όνομα των τρυφερών όρκων,
Που απ’ αυτούς τίποτε να μας αποδεσμεύσει δεν μπορεί
Για να μας συμφιλιώσει
Σαν τότε στου μεθυσιού την ωραία εποχή,
Ικέτεψα μια συνάντηση από κείνη,
Το δειλινό, σ’ ένα δρόμο σκοτεινό.
Εκείνη ήρθε! –Ον τρελό!
Όλοι λίγο ως πολύ είμαστε τρελοί!
Ήταν ακόμα όμορφη,
Αν κι αποκαμωμένη! κι εγώ
Την αγαπούσα πολύ! να γιατί
Της είπα Βγες απ’ αυτή τη ζωή.
Κανείς δεν μπορεί να με κατανοήσει. Έστω κι ένας
Ανάμεσα σ’ αυτούς τους ανόητους μπεκρήδες,
μήπως σκέφτηκε μες στις νοσηρές νύχτες
Να κάνει ένα σάβανο από κρασί;
Αυτός ο άτρωτος οινοχαρής
Σαν τις σιδερένιες μηχανές
Ποτέ, μήτε χειμώνα, μήτε καλοκαίρι
Δεν ένιωσε την πνοή αγάπης αληθινής,
Μπορώ λοιπόν, να πίνω ως την υπερβολή.
Όταν γύριζα αδέκαρος,
Οι κραυγές της μου ξέσκιζαν την ψυχή!
Όσο κι ένας βασιλιάς είμαι ευτυχής.
Ο άνεμος είναι καθαρός, θαυμάσιος ο ουρανός…
Είχαμε ένα καλοκαίρι όμοιο
Όταν κοντά της έγειρα θερμός εραστής!
Η φοβερή δίψα που με ξεσκίζει
Θα ‘χε ανάγκη για να κορεστεί
Τόσο κρασί όσο να χωρέσει το μνήμα της
Μπορει˙ -δεν είναι λίγο να το λέω:
Την πέταξα στου πηγαδιού το βάθος,
Κι έσπρωξα πάνω της με πάθος
Όλες του φρόχειλου τις πλάκες
-Θα την λησμονήσω αν το μπορέσω!
Στ’ όνομα των τρυφερών όρκων,
Που απ’ αυτούς τίποτε να μας αποδεσμεύσει δεν μπορεί
Για να μας συμφιλιώσει
Σαν τότε στου μεθυσιού την ωραία εποχή,
Ικέτεψα μια συνάντηση από κείνη,
Το δειλινό, σ’ ένα δρόμο σκοτεινό.
Εκείνη ήρθε! –Ον τρελό!
Όλοι λίγο ως πολύ είμαστε τρελοί!
Ήταν ακόμα όμορφη,
Αν κι αποκαμωμένη! κι εγώ
Την αγαπούσα πολύ! να γιατί
Της είπα Βγες απ’ αυτή τη ζωή.
Κανείς δεν μπορεί να με κατανοήσει. Έστω κι ένας
Ανάμεσα σ’ αυτούς τους ανόητους μπεκρήδες,
μήπως σκέφτηκε μες στις νοσηρές νύχτες
Να κάνει ένα σάβανο από κρασί;
Αυτός ο άτρωτος οινοχαρής
Σαν τις σιδερένιες μηχανές
Ποτέ, μήτε χειμώνα, μήτε καλοκαίρι
Δεν ένιωσε την πνοή αγάπης αληθινής,
Με τις μαύρες μαγείες της,
Με τα καταχθόνια συνοδεία των επικλήσεών της,
Τις φαρμακερές φιάλες, τα δάκρυά της,
Τους θορύβους της, αλυσίδας και οστών!
Ναι ‘μαι λεύτερος και μοναχικός!
Θα ‘μαι απόψε στουπί˙
Τότε δίχως φόβο και δίχως τύψη
Θα ξαπλωθώ πάνω στη γη.
Θα κοιμηθώ σαν σκύλος!
Το κάρο με τις βαριές ρόδες
Φορτωμένο πέτρες και λάσπες,
Το λυσσασμένο βαγόνι μπορεί καλά
Να συντρίψει το ένοχο μου κεφάλι
Ή να με κόψει στη μέση,
Μου είν’ αδιάφορο σαν το Θεό,
Το Διάβολο ή την Αγία Τράπεζα!
~
μετάφραση: Δέσπω Καρούσου