Σ’ έναν άγριο δρόμο
έβγαλα το πουκάμισο έξω απ’ το παντελόνι
κοίταξα μην πατήσω κάνα περιστερόσκατο
μέτρησα λεφτά στην τσέπη
έβηξα γερά πριν μου σφυρίξει ο θάνατος
δε σε θυμήθηκα καθόλου
είπα στ’ αστέρι να μη μου πει την ώρα
χόρτασα μ’ ένα κουρέλι λασπουριά
ήπια σε καφενείο αγρίμι μπόμπα
και ύστερα
ομορφάντρας και γερός
ξέρασα στην μπουγάδα της απέναντι κυράς.
Σ’ έναν αγύρτη δρόμο
πίστεψα μια πουτάνα,
το παιδί που πέταγε το ύψωμα
καθώς δεν μου τον σήκωνε ακόμη
της γυναίκας μου η ψαριά
και στην κιλότα της αιωνιότητας
στης υπόσχεσης το κυνήγι
χαιρέτησα ένα φέρετρο
να δει πως είμαι εκεί.
Ήταν αυτό που λένε οι μουσικοί:
Μια σκυλίσια μέρα
ή ακόμα καλύτερα
Μια σκυλίσια νύχτα
σερνάμενη απ’ το λάρυγγα προφήτη
χεσμένου πάνω του
απ’ τα ξερακιανά
τα έξυπνα
θανάσιμα
προϊστορικά αστεία
που δε χορταίνουν
ποτέ
μα ποτέ
ένα κουρέλι δράμα,
μια ιδέα ακατανόητη,
ένα σύνθημα
που θα βγάλει ένα πουκάμισο,
θα βάλει τα σκουτιά στη θέση,
θα υψώσει άλλο ένα κουρέλι δράμα
και θα μετρήσει λεφτά στην τσέπη
έτσι
μπας και καταφέρει
να κεράσει
ακόμα ένα γύρο
όταν όλοι
περιμένουν πίσω απ’ την ίδια ουρά
καυλώνοντας
μ’ ένα τρένο
ξεροχυμένο
κι έτοιμο
να στρίψει μια βίδα που βροντοφωνάζει
«Αλληλούια»!
Με το δάχτυλο στο λαιμό, λοιπόν.
Με το δάχτυλο στο λαιμό.
έβγαλα το πουκάμισο έξω απ’ το παντελόνι
κοίταξα μην πατήσω κάνα περιστερόσκατο
μέτρησα λεφτά στην τσέπη
έβηξα γερά πριν μου σφυρίξει ο θάνατος
δε σε θυμήθηκα καθόλου
είπα στ’ αστέρι να μη μου πει την ώρα
χόρτασα μ’ ένα κουρέλι λασπουριά
ήπια σε καφενείο αγρίμι μπόμπα
και ύστερα
ομορφάντρας και γερός
ξέρασα στην μπουγάδα της απέναντι κυράς.
Σ’ έναν αγύρτη δρόμο
πίστεψα μια πουτάνα,
το παιδί που πέταγε το ύψωμα
καθώς δεν μου τον σήκωνε ακόμη
της γυναίκας μου η ψαριά
και στην κιλότα της αιωνιότητας
στης υπόσχεσης το κυνήγι
χαιρέτησα ένα φέρετρο
να δει πως είμαι εκεί.
Ήταν αυτό που λένε οι μουσικοί:
Μια σκυλίσια μέρα
ή ακόμα καλύτερα
Μια σκυλίσια νύχτα
σερνάμενη απ’ το λάρυγγα προφήτη
χεσμένου πάνω του
απ’ τα ξερακιανά
τα έξυπνα
θανάσιμα
προϊστορικά αστεία
που δε χορταίνουν
ποτέ
μα ποτέ
ένα κουρέλι δράμα,
μια ιδέα ακατανόητη,
ένα σύνθημα
που θα βγάλει ένα πουκάμισο,
θα βάλει τα σκουτιά στη θέση,
θα υψώσει άλλο ένα κουρέλι δράμα
και θα μετρήσει λεφτά στην τσέπη
έτσι
μπας και καταφέρει
να κεράσει
ακόμα ένα γύρο
όταν όλοι
περιμένουν πίσω απ’ την ίδια ουρά
καυλώνοντας
μ’ ένα τρένο
ξεροχυμένο
κι έτοιμο
να στρίψει μια βίδα που βροντοφωνάζει
«Αλληλούια»!
Με το δάχτυλο στο λαιμό, λοιπόν.
Με το δάχτυλο στο λαιμό.
Ο Γιάννης Ζελιαναίος γεννήθηκε τον Γενάρη του άσωτου έτους 1978. Υπήρξε αρθρογράφος σε πολλά μουσικά sites, αποκλειστικός φωτογράφος του συγκροτήματος «Διάφανα Κρίνα» για πολλά χρόνια, δισκοθέτης, φανζινάς, υπάλληλος δισκοπωλείου και πολλά άλλα επαγγέλματα που ευτυχώς έκανε για να βιοποριστεί. Ποιήματα και κείμενά του έχουν χρησιμοποιηθεί για θεατρικές παραστάσεις, opening acts και άλλα πολλά. Την περίοδο 2012-2017 ήταν συνεκδότης μαζί με την Γιώτα Παναγιώτου στις εκδόσεις Straw Dogs όπου κυκλοφορεί και το ομότιτλο περιοδικό τέχνης με έδρα του την Κύπρο. Για ένα χρόνο (2015-2016) αρθρογραφούσε στο πολιτιστικό ένθετο «Ηδύφωνο» της κυριακάτικης «Σημερινής» κρατώντας την δική του μουσική στήλη με τίτλο «Ο Ήχος της Μουσικής». Είναι βασικός συνεργάτης της Τεθλασμένης Ψηφιακής Βιβλιοθήκης, bibliotheque.gr. Ζει κι εργάζεται ως δισκοθέτης στην Λευκωσία. Τίτλοι βιβλίων: Καλώς ήρθες χειμώνα, γραφιά της νιότης μας (Εριφύλη, 2004). Άννα (Εριφύλη, 2005). Ο διάβολος πάνω σε στρατσόχαρτο (Ενδυμίων, 2009). Μακάριοι οι σκύλοι του οινοπνεύματος (Straw Dogs, 2016). Ο διάβολος πάνω σε στρατσόχαρτο (Straw Dogs, 2016). Caraytoktonia (Bibliotheque, 2018).