Όσο να δέσει κάποιος μέσα μου,
έχει πεθάνει.
έχει πεθάνει.
Αλλάζω τις φιλίες σαν πουκάμισα,
αλλάζω τις δουλειές, αλλάζω γνώμες.
Πάντα το μάτι μου αλλού∙
μόλις ακούσω ναι έτοιμος να σαλπάρω.
Κι η μοναξιά μου πάντα μοναξιά.
Κι ο πανικός ρεύμα που με τινάζει.
~
Από τη συλλογή Τα Χίλια Δέντρα
Ο Γιώργος Ιωάννου (Θεσσαλονίκη, 1927 - Αθήνα, 1985) ήταν Έλληνας
λογοτέχνης. Το 1954 διορίστηκε βοηθός στην έδρα της Αρχαίας Ιστορίας της
Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης. Παραιτήθηκε όμως γρήγορα (1955) και
προσελήφθη στο Κολλέγιο Αθηνών, όπου δίδαξε ένα χρόνο. Την περίοδο
1956-1959 δίδαξε σε ιδιωτικά γυμνάσια της Αθήνας και της επαρχίας, ενώ
παράλληλα ήταν και τακτικός συνεργάτης του περιοδικού Διαγώνιος στο
οποίο το 1959 δημοσίευσε 18 ποιήματα. Το 1960 διορίστηκε στη δημόσια
εκπαίδευση και τοποθετήθηκε στο Καστρί Κυνουρίας. Το 1961 άρχισε να
γράφει τα πρώτα του πεζά έργα και αποσπάστηκε στη Βεγγάζη της Λιβύης
όπου ίδρυσε το Ελληνικό Γυμνάσιο. Από τη Λιβύη επέστρεψε στην Κυνουρία
το 1963. Το 1964 κυκλοφόρησε το "Για ένα φιλότιμο" το πρώτο του βιβλίο
με πεζογραφήματα. Μετά το 1974 έγινε βασικό μέλος της επιτροπής που
ετοίμασε το Ανθολόγιο για τα παιδιά του δημοτικού και ο εισηγητής των
περισσότερων κειμένων που ανθολογήθηκαν από το 1975 στα Νεοελληνικά
αναγνώσματα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το 1979 μετατέθηκε ως
γυμνασιάρχης στο Καρλόβασι της Σάμου, αλλά παρέμεινε αποσπασμένος στο
υπουργείο Παιδείας. Το 1980 ο Ιωάννου κέρδισε το πρώτο κρατικό βραβείο
πεζογραφίας για το βιβλίο του "Το δικό μας αίμα". Το 1981 εξέδωσε το
θεατρικό έργο για παιδιά Το αυγό της κότας. Μετά το θάνατό του εκδόθηκε
το παιδικό ανάγνωσμά του Ο Πίκος και η Πίκα (1986). Επιπλέον ασχολήθηκε
εντατικά και συστηματικά με τη νεοελληνική παράδοση, καταγράφοντας και
εκδίδοντας δημοτικά τραγούδια, παραμύθια και έργα του θεάτρου σκιών. Το
1985 μετά από εγχειρητικό σηψαιμικό σοκ πέθανε στο Σισμανόγλειο
νοσοκομείο. [Τίτλοι βιβλίων]