Το φιλί που μόλις ήρθε στο όνειρο
μια νύχτα της προδοσίας
όπου όλοι καταναλώνουν άοσμες συνουσίες,
το δικό σου παθιασμένο φιλί,
η αθωότητα των χειλιών σου,
μοιάζει με την πόρτα μου
που δεν καταφέρνω ν’ ανοίξω.
Το φιλί είναι σαν ένα ιστίο,
ωθεί τους εραστές στον απόπλου,
είναι μια επιθυμία που δεν σε παγώνει,
που σου χαρίζει χιλιάδες στιγμές.
Δοκίμασα να θυμηθώ
τι μπορούσες να φέρεις πίσω,
αλλά, αλίμονο, το φιλί σου
έγινε ίδιο μ’ ένα γυαλί.
Όπως ένα ζώο,
βρήκα καταφύγιο στο δάσος
για να μην εγκαταλείψω οπουδήποτε
το αθώο μου τρίχωμα.
Το τρίχωμα της ψυχής μου
είναι τόσο λευκό κι ευαίσθητο
που ακόμα κι ένα κουνέλι δειλιάζει.
Με ρωτάς πόσους εραστές είχα
και πώς με ανακάλυψαν.
Ο καθένας ανακαλύπτει το φως, σου αποκρίνομαι,
ο καθένας αισθάνεται το φόβο του,
αλλά το φιλί έχει σταθεί το πιο αγνό μου κομμάτι.
Θέλω να επιστρέψω στα βουνά του Αμπρούτσο,
εκεί που δε βρέθηκα ποτέ.
Ωστόσο αν με ρωτήσουν από πού αντλώ τους στίχους μου
θ’ απαντήσω:
μού αρκεί μια κατάδυση στην ψυχή
και βλέπω το σύμπαν.
Με κοιτάζουν όλοι με μάτια ανηλεή,
δεν ξεχωρίζουν τα ονόματα των επιγραφών μου πάνω στους τοίχους
και δεν έμαθαν πως είναι υπογραφές αγγέλων
για να γιορτάσουν τα δάκρυα που έχω χύσει για σένα.
~