«Δεν μου λείπει εκείνο που έδειχνες ότι ήσουν,
μου λείπει εκείνο που νόμιζα ότι ήσουν.» Α.Μ.
1.
Λένε πως η γένεση του Παραδείσου ήταν η ιστορία μιας άγνωστης
αγάπης που κάποια στιγμή αποδέσμευσε τα φτερά της από το γήινο φλοιό,
κι έτσι, παγώνοντας η γη, φανερώθηκαν, πέρα από
τις βιβλικές δοξασίες, τα πρώτα πετάγματα των αγγέλων.
2.
Απόψε ονειρεύτηκα τον έρωτα
ήταν τρυφερός σαν εσάς
και δίχως σάρκα,
αλλά η ανάσα του γέμισε τις νύχτες μου
με απελπισία και τραγούδι.
Έτσι είναι το χέρι σας που χαϊδεύει τους ταπεινούς
και τους κάνει σιωπηλούς σαν εκείνους που
μολονότι υποφέρουν
δεν ήρθε ακόμα η ώρα τους να πεθάνουν.
Όμως τι είναι ο θάνατος
αν όχι ένα μεγάλο δέντρο ολόγιομο τραγούδι;
Ονειρεύτηκα έναν άντρα
αλλά τον άντρα εκείνον, τον είχε πλάσει όλον ο Θεός.
Μέρος εκείνου του άντρα ήτανε μες
στο στόμα σας.
Κι όλοι οι άντρες αγαπήθηκαν
απʼ τους αγγέλους
που τους καταβρόχθισαν
μες στην απέραντη αγάπη τους.
3.
Ήσουν ένα δάσος αγάπης κάποτε,
μια απλοχεριά αγάπης.
Με τα χέρια σου
αμέτρητες πέτρες θα ʼχτιζα,
για να κατοικήσω σʼ αυτές
με τη σιωπή μου.
Γιατί έτρεχες τόσο ψηλά;
Γιατί έφευγες μακριά;
Θα ζητιάνευα την αγάπη σου,
θα κρεμιόμουν απʼ τα χέρια σου.
Θα ʼταν στο χέρι σου να με σκοτώσεις,
θα ʼταν στο χέρι σου να με πληγώσεις,
θα ʼταν στο χέρι σου να με παρατήσεις καταγής,
έτσι όπως τη Μαγδαληνή
που συγχώρεση γυρεύει
επειδή την ταλανίζει ο έρωτάς της.
4.
Θα ʼθελα να γύριζες πίσω,
να γύριζες πίσω
εκεί όπου εσύ κι εγώ
είχαμε αρχίσει να γελάμε,
να γελάμε
ευτυχισμένοι από τον έρωτά μας,
για να πεθάνουμε την επόμενη στιγμή,
να πεθάνουμε απʼ την τυφλή εγκατάλειψη.
Γιατί ο άντρας χάνει τις ίριδες του;
Γιατί ο άντρας χάνει τα μάτια του;
Γιατί δεν κοιτά πια την αγαπημένη;
Γιατί δεν την χρωματίζει πια
με τα αισθήματά του;
Κοιτάζομαι στον καθρέφτη
και με βλέπω άχρωμη
και ζαρωμένη σαν βάτραχος
που μάταια κοάζει στο απέραντο τέλμα.
Μʼ επανέφερες στον κόσμο,
εμένα που πέταγα τόσο ψηλά
για να τραγουδήσω ένα μεγαλυνάρι
στην Παρθένο Μαρία.
5.
Εμείς παντρευόμαστε κάθε νύχτα
όσες και οι επιστροφές του ήλιου.
Εγώ δεν θέλω να σου δώσω έναν γιο,
την αγνότητά μου θέλω να σου δώσω,
και κάθε νύχτα γίνομαι παρθένα.
Την απαρχή μου θέλω να σου δώσω
και κάθε νύχτα σου δίνω
τις καλύτερες φλέβες μου.
6.
Το μεγάλο μου λάθος, Κύριε,
ήταν που σε αντάλλαξα μʼ έναν άντρα
και πήρα τη στενωπό
που δεν ήταν το βουνό σου.
Λάτρεψα τη γλώσσα της σάρκας
και με τα χέρια άλειψα λάσπη στο κορμί μου.
Η μεγάλη μου δύναμη, Κύριε,
ήταν που ήμουν ένα δοχείο από πηλό
ολόγιομο αχώρητη χάρη.
μου λείπει εκείνο που νόμιζα ότι ήσουν.» Α.Μ.
1.
Λένε πως η γένεση του Παραδείσου ήταν η ιστορία μιας άγνωστης
αγάπης που κάποια στιγμή αποδέσμευσε τα φτερά της από το γήινο φλοιό,
κι έτσι, παγώνοντας η γη, φανερώθηκαν, πέρα από
τις βιβλικές δοξασίες, τα πρώτα πετάγματα των αγγέλων.
2.
Απόψε ονειρεύτηκα τον έρωτα
ήταν τρυφερός σαν εσάς
και δίχως σάρκα,
αλλά η ανάσα του γέμισε τις νύχτες μου
με απελπισία και τραγούδι.
Έτσι είναι το χέρι σας που χαϊδεύει τους ταπεινούς
και τους κάνει σιωπηλούς σαν εκείνους που
μολονότι υποφέρουν
δεν ήρθε ακόμα η ώρα τους να πεθάνουν.
Όμως τι είναι ο θάνατος
αν όχι ένα μεγάλο δέντρο ολόγιομο τραγούδι;
Ονειρεύτηκα έναν άντρα
αλλά τον άντρα εκείνον, τον είχε πλάσει όλον ο Θεός.
Μέρος εκείνου του άντρα ήτανε μες
στο στόμα σας.
Κι όλοι οι άντρες αγαπήθηκαν
απʼ τους αγγέλους
που τους καταβρόχθισαν
μες στην απέραντη αγάπη τους.
3.
Ήσουν ένα δάσος αγάπης κάποτε,
μια απλοχεριά αγάπης.
Με τα χέρια σου
αμέτρητες πέτρες θα ʼχτιζα,
για να κατοικήσω σʼ αυτές
με τη σιωπή μου.
Γιατί έτρεχες τόσο ψηλά;
Γιατί έφευγες μακριά;
Θα ζητιάνευα την αγάπη σου,
θα κρεμιόμουν απʼ τα χέρια σου.
Θα ʼταν στο χέρι σου να με σκοτώσεις,
θα ʼταν στο χέρι σου να με πληγώσεις,
θα ʼταν στο χέρι σου να με παρατήσεις καταγής,
έτσι όπως τη Μαγδαληνή
που συγχώρεση γυρεύει
επειδή την ταλανίζει ο έρωτάς της.
4.
Θα ʼθελα να γύριζες πίσω,
να γύριζες πίσω
εκεί όπου εσύ κι εγώ
είχαμε αρχίσει να γελάμε,
να γελάμε
ευτυχισμένοι από τον έρωτά μας,
για να πεθάνουμε την επόμενη στιγμή,
να πεθάνουμε απʼ την τυφλή εγκατάλειψη.
Γιατί ο άντρας χάνει τις ίριδες του;
Γιατί ο άντρας χάνει τα μάτια του;
Γιατί δεν κοιτά πια την αγαπημένη;
Γιατί δεν την χρωματίζει πια
με τα αισθήματά του;
Κοιτάζομαι στον καθρέφτη
και με βλέπω άχρωμη
και ζαρωμένη σαν βάτραχος
που μάταια κοάζει στο απέραντο τέλμα.
Μʼ επανέφερες στον κόσμο,
εμένα που πέταγα τόσο ψηλά
για να τραγουδήσω ένα μεγαλυνάρι
στην Παρθένο Μαρία.
5.
Εμείς παντρευόμαστε κάθε νύχτα
όσες και οι επιστροφές του ήλιου.
Εγώ δεν θέλω να σου δώσω έναν γιο,
την αγνότητά μου θέλω να σου δώσω,
και κάθε νύχτα γίνομαι παρθένα.
Την απαρχή μου θέλω να σου δώσω
και κάθε νύχτα σου δίνω
τις καλύτερες φλέβες μου.
6.
Το μεγάλο μου λάθος, Κύριε,
ήταν που σε αντάλλαξα μʼ έναν άντρα
και πήρα τη στενωπό
που δεν ήταν το βουνό σου.
Λάτρεψα τη γλώσσα της σάρκας
και με τα χέρια άλειψα λάσπη στο κορμί μου.
Η μεγάλη μου δύναμη, Κύριε,
ήταν που ήμουν ένα δοχείο από πηλό
ολόγιομο αχώρητη χάρη.
~
(Από την ποιητική συλλογή «Η σάρκα των αγγέλων»,
εκδόσεις Frassinelli, 2003)
Μετάφραση: Ευαγγελία Πολύμου
πηγή
εκδόσεις Frassinelli, 2003)
Μετάφραση: Ευαγγελία Πολύμου
πηγή