Τους είδα που άναβαν την πυρά,
κι η σιωπή τους βάρυνε απάνω μου
σαν απόφαση.
Τα τροχισμένα δόντια, τʼ αρπαχτικά νύχια.
Μα εκείνοι σώπαιναν πάντα
ανέκφραστοι κάτω απʼ τα μασκαρεμένα τους
πρόσωπα,
φορτωμένα στολίδια ψεύτικα
και λοφία.
Πίσω απʼ τις λόχμες,
σάλευαν κρυμμένα πλήθος δόρατα,
αόρατα μάτια και φτερά·
ενώ, βαθιά απʼ το δάσος,
έφταναν κιόλας ήχοι από σκοτεινά τύμπανα,
απόμακρα ουρλιαχτά, βραχνά μουγκρίσματα,
μαζί με βρυχηθμούς άλλων θηρίων.
Κι εγώ να περιμένω
δεμένος στο στύλο πιστάγκωνα,
ελπίζοντας και μη ελπίζοντας,
μόνος
ανάμεσα στους ανθρωποφάγους.
πηγή
κι η σιωπή τους βάρυνε απάνω μου
σαν απόφαση.
Τα τροχισμένα δόντια, τʼ αρπαχτικά νύχια.
Μα εκείνοι σώπαιναν πάντα
ανέκφραστοι κάτω απʼ τα μασκαρεμένα τους
πρόσωπα,
φορτωμένα στολίδια ψεύτικα
και λοφία.
Πίσω απʼ τις λόχμες,
σάλευαν κρυμμένα πλήθος δόρατα,
αόρατα μάτια και φτερά·
ενώ, βαθιά απʼ το δάσος,
έφταναν κιόλας ήχοι από σκοτεινά τύμπανα,
απόμακρα ουρλιαχτά, βραχνά μουγκρίσματα,
μαζί με βρυχηθμούς άλλων θηρίων.
Κι εγώ να περιμένω
δεμένος στο στύλο πιστάγκωνα,
ελπίζοντας και μη ελπίζοντας,
μόνος
ανάμεσα στους ανθρωποφάγους.
πηγή
Κώστας Στεργιόπουλος (Αθήνα, 1926 - 2016) ήταν βραβευμένος Έλληνας
συγγραφέας, πεζογράφος, κριτικός, πανεπιστημιακός καθηγητής, και ποιητής
της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο
Αθηνών και εκπόνησε διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Δίδαξε επί δεκαετία στη ιδιωτική Μέση Εκπαίδευση και στη Σχολή
Κινηματογράφου και Θεάτρου του Λ. Σταυράκου. Από το 1966 έως το 1969
εργάστηκε ως λέκτορας στην έδρα Νεοελληνικής Φιλολογίας του
Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια ως βοηθός στο Σπουδαστήριο
Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών
(1969-1972), απ' όπου παύτηκε από τη δικτατορία. Το 1974 έγινε καθηγητής
στην ίδια έδρα στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, όπου υπηρέτησε ως το 1984
που αποχώρησε με εθελουσία έξοδο. Το 1986 αναγορεύτηκε ομότιμος
καθηγητής. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα -μαθητής ακόμα του Γυμνασίου-
από το περιοδικό "Νέα Εστία" το 1943, κι από τότε, κείμενά του
δημοσιεύτηκαν σε πολλά περιοδικά και εφημερίδες. Ήταν υπεύθυνος για τη
στήλη της κριτικής στο περιοδικό "Ξεκίνημα" (1946-1947), στην εφημερίδα
"Νίκη" (1962-1963) και στο περιοδικό "Εποχές" (1963-1967). Εξέδωσε δέκα
ποιητικές συλλογές, δύο βιβλία με διηγήματα, ένα μυθιστόρημα και εννιά
κριτικά και φιλολογικά βιβλία, και είχε τιμηθεί δυο φορές με Κρατικό
Βραβείο Ποιήσεως (με το Β΄ το 1961 και με το Α΄ το 1992), με το Βραβείο
Κριτικής Μελέτης της "Ομάδας των 12" (1963), με το Α΄ Κρατικό Βραβείο
Μελέτης και Δοκιμίου (1974), με το Βραβείο Δοκιμίου και Μελέτης της
Ακαδημίας Αθηνών Ιδρύματος Ουράνη (1997) και με το Μεγάλο Βραβείο
Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του (2004). Ποιήματά του
μεταφράστηκαν στα γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά, γερμανικά, σουηδικά,
ρωσικά, πολωνικά, ρουμανικά, βουλγαρικά, ισπανικά και ουγγρικά και
δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά κι ανθολογίες του εξωτερικού, ενώ διηγήματα
και κριτικά του κείμενα στα γαλλικά, βουλγαρικά, πολωνικά, αγγλικά,
ισπανικά και ιταλικά. Το 1994 εκδόθηκε στα γερμανικά μια επιλογή απ' όλο
το ως τότε ποιητικό έργο του, με τίτλο "Εδώ που μάχεται το φως με τη
βαρύτητα", το 1999 κυκλοφόρησε στα ισπανικά ολόκληρη η συλλογή του "Ο
ήλιος του μεσονυκτίου" και τον επόμενο χρόνο μια επιλογή από επτά
συλλογές του στα ιταλικά, με τίτλο "Στιλπνότητα της μέρας". Από τα
ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Συγγραφέων και τέως πρόεδρός της, ιδρυτικό
επίσης μέλος και επίτιμος πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Γενικής και
Συγκριτικής Γραμματολογίας, είχε λάβει μέρος σε πολλά ελληνικά και
διεθνή συνέδρια και χρημάτισε πρόεδρος ή μέλος σε διάφορες επιτροπές για
θέματα λογοτεχνίας και βιβλίου.