Μοιάζω στους γέρους ναυτικούς με τις ρυτιδωμένες
και τις σφιγγώδεις τις μορφές, που είδα στην Ολλανδία,
παράμερα στων λιμανιών τους φάρους καθισμένους,
να βλέπουνε, αμίλητοι, να φεύγουνε τα πλοία.
Τα μάτια τους, που είχανε δει κυκλώνες και ναυάγια,
λαχταριστά, νοσταλγικά τα παρακολουθούσαν,
καθώς σηκώναν τις βαριές που τρίζαν άγκυρές τους
και μπρος στους φάρους ήρεμα, πελώρια περνούσαν.
Σε λίγο στην απέραντη τη θάλασσα αλαργεύαν
και χάνονταν αφήνοντας στην πορφυρή τη δύση
έναν καπνό που αυλάκωνε τον ουρανό πριν σβήσει:
κι όμως οι γέροι ναυτικοί ακίνητοι στους φάρους,
με τη μεγάλη πίπα τους σβησμένη πια στο στόμα,
προς τα καράβια που 'φυγαν εκοίταζαν ακόμα...
Ο Κώστας Ουράνης (Κωνσταντινούπολη, 1890 - Αθήνα, 1953), πραγματικό όνομα Κλέαρχος Νιάρχος ή Νεάρχου, όπως το άλλαξε ο ίδιος, ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, μεταφραστής, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος. Στο έργο του φαίνεται να επηρεάζεται από τον Γάλλο ποιητή Σαρλ Μπωντλαίρ. Κυριαρχούν οι συμβολισμός, ο νεορομαντισμός και ο κοσμοπολιτισμός ενώ από τα ποιήματά του είναι διαποτισμένα με έντονη και διάχυτη μελαγχολία, νοσταλγία, πλήξη, διάθεση φυγής, αίσθημα αθυμίας και πίκρας καθώς και μια αίσθηση ανεκπλήρωτου. Τα έργα του Ουράνη τον εντάσσουν στο κλίμα της γενιάς του μεσοπολέμου. [Βιογραφία]




(1).jpg)
.png)

