Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

Μολιέρος (Molière)

«Ο Ταρτούφος» (1664)

Μολιέρος (Molière)

«Ο αρχοντοχωριάτης» (1670)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Όνειρο Θερινής Νυκτός»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ματωμένος Γάμος»

Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ο μικρός πρίγκηπας»

Αντόν Τσέχωφ

«Ένας αριθμός»

Ντάριο Φο

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού»

Ευγένιος Ιονέσκο

«Ρινόκερος»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

722 Ποιητές - 8.171 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος, στόν Παράδεισο Ι Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές  Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχο...

Τζόυς Μανσούρ (Joyce Mansour), «Ανάμεσα στα σκέλια μου θέλω ν’ αστράψεις»

 Έρχεται η νύχτα και η έκστασή σου γυμνή θέλω να
με δεις να ουρλιάζω από ηδονή
Να σε προκαλούν τα στήθια μου
θέλω τη λύσσα σου
θέλω να δω τα μάτια σου να βαραίνουν
τα μάγουλά σου να ρουφιώνται να χλωμιάζουν
θέλω τ’ ανατριχιάσματά σου
ανάμεσα στα σκέλια μου θέλω ν’ αστράψεις
πάνω στο καρπερό του κορμιού σου χώμα
οι πόθοι μου χωρίς ντροπή να εισακουστούνε
Αφού σε προκαλούν τα στήθια μου θέλω τη λύσσα σου
θέλω να δω τα μάτια σου να βαραίνουν
τα μάγουλά σου να ρουφιόνται να χλομιάζουν
θέλω τα ανατριχιάσματά σου
θέλω ανάμεσα στα σκέλια μου να γενείς κομμάτια
πάνω στο καρπερό του κορμιού σου χώμα
οι πόθοι μου χωρίς ντροπή να εισακουστούνε.
Τα βίτσια των αντρών είναι η επικράτειά μου
οι πληγές τους τα γλυκίσματά μου
αγαπάω να μασώ τις χαμερπείς τους σκέψεις
γιατί η ασκήμια τους κάνει την ομορφιά μου.
Κάλεσέ με να περάσω μες στο στόμα σου τη νύχτα
διηγήσου μου των ποταμών τα νιάτα
πίεσε τη γλώσσα σου πάνω στο γυάλινό σου μάτι
δος μου τροφό την κνήμη σου.
Ύστερα ας κοιμηθούμε του αδελφού μου αδέλφι
μια και πεθαίνουν τα φιλιά μας
πιο γρήγορα παρά η νύχτα
 Δεν υπάρχουν λέξεις
τρίχες μόνο
μέσα στον δίχως πρασινάδα κόσμο
όπου τα στήθια μου είναι βασιλιάδες
δεν υπάρχουν ανδραγαθίες
το πετσί μου μόνο και τα μερμήγκια
που ανάμεσα στις πληθω-
ρικές μου κνήμες γαυριάζουν
της σιωπής φορούν τις μάσκες και δουλεύουν
Έρχεται η νύχτα και η έκστασή σου
το σώμα μου βαθύ, αυτό το δίχως
νόηση χταπόδι
χάφτει το πέος σου που σειέται
πάνω στη γέννησή του

 Έρχονται τα πρωτοβρόχια.
 Άσε με να σ’ αγαπώ
αγαπώ τη γεύση απ’ το παχύ σου αίμα
μέσα στο δίχως δόντια στόμα μου
η πυράδα του μου καίει το λαρύγγι
αγαπώ τον ιδρώτα σου
μ’ αρέσει να χαϊδεύω τις μασχάλες σου
περίρυτες από χαρά
άσε με να σ’ αγαπώ
άσε με να γλείφω τα κλειστά σου μάτια
άσε με να τρυπήσω με τη σουβλερή μου γλώσσα
και τη γούβα τους να γεμίσω σάλιο
άσε με να σε τυφλώσω.
 Των χεριών σου οι τυφλές μηχανουργίες
μέσα στους κόλπους μου τους ανατριχιασμένους
της παραλυμένης γλώσσας σου οι αργές κινήσεις
μέσα στα παθητικά αυτιά μου
η ομορφιά μου όλη μέσα στα δίχως
κόρες μάτια σου πνιγμένη
μέσα στην κοιλιά σου ο θάνατος
που το μυαλό μου τρώει
όλα ετούτα μιαν αλλόκοτη με κάνουν κόρη.

Το κενό στο κεφάλι μου επάνω
μέσα στο στόμα μου ο ίλιγγος
κι εσύ στη ράχη μου
πάνω στη στέγη γάτος
που ένα μάτι μασουλάει γλυκερό
μάτι προσκυνητή που το θεό του
αναζητάει.
 Η σκιά σου χωρίς στόμα
χωρίς πόρτα η κάμαρή σου
τα μάτια σου χωρίς βλέμμα
χωρίς έλεος χωρίς χρώμα
οι πατημασιές σου πάνε
χωρίς ν’ αφήνουνε αχνάρια
προς ένα φως από φωνές
ασίγαστες, που είναι η κόλασή μου.
 Μέσα στο κόκκινο βελούδο της κοιλιάς σου
στων μυστικών κραυγών σου μέσα το μαυράδι
έχω εισδύσει
κι η γη χορεύοντας τραγουδώντας αιωρείται
κόκκινη απ’ τα σπλάχνα σου η γη
από το δηλητήριο δαγκωμένα
το αίμα ένας δαίμονας τυφλός
των νυχτών σου ποταμός αόμματος
ροκανίζει τις αστάθειές σου
το κάψιμο απ’ τους εμπαιγμούς σου
μέσα στο κόκκινο του θανάτου σου
ατλάζι
μες στον τρισκότεινο διάδρομο των
ομματιών σου μπήκα
κι η γη χορεύει τραγουδά αιωρείται
και ξεβιδώνεται από αγαλλίαση η κεφαλή μου.

Γυμνή θέλω να δειχτώ στα ωδικά σου μάτια
θέλω να με δεις να ουρλιάζω από ηδονή
που τα λυγισμένα κάτω από μεγάλο βάρος μέλη μου
σε ανόσιες σε σπρώχνουν πράξεις
που τα ίσια μαλλιά της ασημένης κεφαλής μου
μπλέκονται στα νύχια σου
απʼ την παραφορά καμπυλωμένα
που τυφλός κρατιέσαι ορθός κι αφοσιωμένος
ξανοίγοντας από του μαδημένου μου κορμιού το ύψος.
Το κορμί σου ισχνό ανάμεσα στα σατινένια μου σεντόνια…

Πυρετός, το αιδοίο σου ένας κάβουρας
Πυρετός, οι γάτες που τρέφονται απʼ τα θαλερά βυζιά σου
Πυρετός η βιάση απʼ των νεφρών σου τα σαλέματα.
Των κανίβαλων βλεννών σου η λαιμαργία,
το σφίξιμο από τα λούκια σου που σκιρτούνε κι απαιτούνε
μου ξεσχίζουν τα πέτσινα δάχτυλα
μου ξεριζώνουν τα πιστόνια.
Πυρετός, σφουγγάρι ψόφιο απʼ την παραλυσία πρησμένο
πιλαλάει το στόμα μου στο μάκρος της γραμμής
του ορίζοντά σου
σε θάλασσα φρενίτιδας άφοβος ταξιδιώτης…
Είναι νύχτα
κι η γαλήνια γρατσουνιά όπου πεθαίνει το κενό λαχανιασμένο
δέρνεται παλεύει ανοίγεται και κουλουριάζεται ηδονικά
πάνω στο αργοσάλευτο πέος του εξερευνητή Νώε.
~
Μετάφραση Έκτωρ Κακναβάτος , 
Εκδόσεις Κείμενα, 1978 “Τα ερωτικά της Τζόις Μανσούρ”)

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης