Ανάερος ουρανός όπως η αγάπη
νέες παρθένες
ανοίγουν ελαφρά τα στήθη μέσ’ στην Άνοιξη
στον κόσμο που έπαψε να λατρεύει.
Αθήνα πόλις
νέες παρθένες
ανοίγουν ελαφρά τα στήθη μέσ’ στην Άνοιξη
στον κόσμο που έπαψε να λατρεύει.
Αθήνα πόλις
όνειρα δροσερά
φωνές της νεότητας οπού κύλησε στο θάνατο –
νύχτα πέρασεν ο θεός απ’ τη δική σου ομορφιά.
Μέσ’ στη χαμένη ελπίδα σα να κρέμεται ο σκελετωμένος ήλιος
έρχονται δειλινές γυναίκες απ’ τα όνειρα
κινημένες ιερά –
τι σημάδια που έφερεν ο ελαφρότερος αυτός θάνατος
όσο μια ευτυχία πιο βαθειά κι απ’ το πνεύσιμο των φύλλων
όταν ο φτερωτός γαλάζιος δαίμονας
ίδιος μ’ ευαίσθητο θηλαστικό την όραση πλουτίζει
από δρόμον αιώνιο μεθώντας.
Πρώτος χαρούμενος ο ποιητής
χαίρεται της Ανοίξεως τα δίχως τέλος άνθη
μόνος αγγίζοντας
το τρυφερό έπος των χρωμάτων.
Είναι μια δύναμη ψηλά στ’ αστέρια
είναι στο κουρασμένο σύννεφο η παρηγοριά
της Αττικής ουράνια ευαισθησία.
Ο Γιάννης πάλι σαν ζεστό ελάφι
τραγουδά τη μοναξιά
κρατώντας μέσ’ στα δάχτυλα τους ύπνους
ελπίδων ιδεών ονείρων
από μετάξι.
Ω νύχτα τόσον αθώα
βασιλεύεις με τα ύψη –
των άστρων ερωτικός είν’ ο μεγάλος ποταμός –
κ’ η θλίψη πάντα του φθαρτού μέσ’ στην καρδιά μας.
Αν πω την Άνοιξη μυστήριο
το λικνιστό της ευωδιάς κοράσι αν φωνάξω
σαν περπατεί μονάχο στην απόλυτη σιωπή
δεν έχω πάλι τ’ άχραντα
της καθαρής κι απρόσμενης στιγμής
που οδηγεί στο θαύμα.
Βρομίζουν εκατό φορές οι ερωτευμένοι
στην πνοή του έαρος
ή
μακριά στο φθινόπωρο με λίγη τέφρα.
Ένα λουτρό της μοναξιάς αδιάκοπα σώζει.
Πέρ’ απ’ τα κάθ’ αισθήματα
συνάντησα το πρόβατο σε λάμψεις.
Έχει χορτάρι πάντα η γη
κι αυτό με ριζωμένα μάτια τρώει.
Κύριε σε βλέπω χωρίς τις πληγές
ώς την πορφύρα του μεγάλου θάνατου
μετρώντας την αγάπη.
Δειλινό
ψιθυρίζουν οι κήποι
πεθαίνει ολοένα η ώρα
κ’ οι νεκροί θα ξυπνήσουν εμορφότεροι
στη γλυκειά τυραννίδα της μνήμης.
Μάγια να δείχνει ο αττικός αιγιαλός
με την ορμή του κύματος
εσύ ξανθή και χίμαιρα
βγαίνεις απ’ το ζησμένο σου κορμί.
Χάραμα της Αθήνας οι δρόμοι χαμηλόφωνοι
καθώς πάει ο χρόνος για τον ήλιο πάλι
μέσ’ στην ερήμωση πώς αναπαύονται
μοιάζοντας των ανέμων.
Θέλω νά ’βρω το πράγμα, την ανάσα του Υιού ν’ ακούσω
να σας δείξω τη λουλουδένια γραφή.
Ν’ απολαύσω πτηνά
τους θεούς υποφέροντας
των ελλήνων ο πρόθυμος
να σας δείξω τη λουλουδένια γραφή.
Θ’ αναγγείλω μια νέα ελπίδα.
Χαρίζω στην πόλη το πολύτιμο βλέμμα μου.
~
Ν. Καρούζος, Τα ποιήματα, τ. Α’, Ίκαρος
Ο Νίκος Καρούζος (Ναύπλιο, 1926 - Αθήνα, 1990) ήταν ποιητής της πρώτης
μεταπολεμικής γενιάς. Κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών του χρόνων ο
Καρούζος έδρασε στην ΕΠΟΝ και εξορίστηκε στην Ικαρία (1947) και στη
Μακρόνησο (1951), από όπου έφυγε τελικά το 1953 μετά από νευρικό
κλονισμό. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα, δεν
ολοκλήρωσε όμως τις σπουδές του, καθώς ήδη από το 1941 είχε στραφεί στην
ποίηση. Το 1949 πραγματοποίησε την πρώτη επίσημη εμφάνισή του στο χώρο
των γραμμάτων με τη δημοσίευση του ποιήματός του "Σίμων ο Κυρηναίος" στο
περιοδικό "Ο Αιώνας μας". Η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Η
επιστροφή του Χριστού" εκδόθηκε το 1954. Στους λογοτεχνικούς κύκλους
έγινε πιο γνωστός στη δεκαετία του ’60 με τις συλλογές "Η έλαφος των
άστρων", "Ο υπνόσακκος" και "Πενθήματα". Ακολούθησαν πολλές ακόμη
συλλογές και συγκεντρωτικές εκδόσεις των ποιημάτων του ως τη συγγραφή
του τελευταίου του ποιητικού έργου "Αιώρηση", γραμμένου στις 29
Αυγούστου 1990 στο νοσοκομείο Υγεία, όπου ο ποιητής νοσηλευόταν τα δύο
τελευταία χρόνια της ζωής του, άρρωστος από καρκίνο. Συνεργάστηκε με τα
περιοδικά όπως "Νέα Εστία", "Αθηναϊκά Γράμματα", "Ευθύνη", "Σπείρα",
"Τομές", "Η Λέξη". Τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1963), το
Βραβείο της Ομάδας των Δώδεκα (1963), το Α΄ Εθνικό Βραβείο Ποίησης, από
κοινού με τους Τάκη Βαρβιτσιώτη και Μίλτο Σαχτούρη (1972) και το Α΄
Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1988). Η ποίηση του Καρούζου έχει χαρακτηρισθεί
ως φιλοσοφική, θρησκευτική, μυστική, μα δεν είναι τόσο η μεταφυσική
διάσταση που τη διακρίνει, αλλά «μια υπαρξιακή πλησμονή, που τον ωθεί
πέρα από τα όρια του εγώ, προς τη συγχώνευση με το αισθητό σύμπαν»