ΑΓΓΙΖΟΝΤΑΣ
Είναι κορμί ο ουρανός της Αττικής χαίρεται και λυπάται
δείχνει τα μαύρα γερατειά
καθώς η νύχτα ομοούσια με τη θλίψη
η νύχτα η καθίζηση του θείου
και θυμάμαι το γενετήσιο αίμα της.
ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΣΤΑΔΙΟΥ
Τρέχει μια ξανθομάλλα
δυο φλόγες τριανταφυλλένιες
ανεβαίνουν απ’ το στήθος στο λαιμό της –
άραγε που πηγαίνει.
Και συ παιδί της λησμονιάς
ευωδιασμένο μέσ’ στα βάσανα
μικρέ έλληνα στρατιώτη της δυστυχίας
ανάμεσα περνάς απ’ τις δυνάμεις της οδού
κρατώντας λίγη πούληση στα χέρια.
Χάρισέ μου το μενεξεδένιο τραγούδι που λένε τα μάτια σου
γνωρίζω ’να κοράσι μ’ όνειρα στα χέρια
χαίρεται στο πιάνο κάποιες ώρες μακρινές
τα ξέρεις αυτά τα χέρια
που δεν έχουν την τόλμη του σώματος
αλλά μονάχα
τα πλήκτρα βυθίζοντας
μιαν εξαίσια ομορφιά απελευθερώνουν;
Με γιασεμί παράπονο στα χείλη
τρέχεις εμπρός, γυρίζεις πίσω
παρακαλείς τον κύριο με το καπέλο –
μικρέ φωνακλά του δρόμου
πληγώνεις την καρδιά.
Είν’ η μοίρα μας έτσι
ώς το θεό φτάνοντας μέσ’ στον ήλιο.
Αντίο αγόρι
για σένα λυπάμαι
εγώ πλάστηκα με πόνο για κάθε τόπο και καιρό.
Δεν είναι τίποτα η ξανθομάλλα το κατάλαβα
με τριάντα δραχμές ησυχάζω.
ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ
Γυρίζει ο έφηβος με τα σφουγγάρια
της ψυχής πραμάτεια. είναι μονάχα ένας γέρος τ’ ουρανού μας
και δροσερός ο πανικός σε τέτοια πατρίδα.
Όλοι πηγαίνουν έχοντας τη φτώχεια ή τον πλούτο
αυτοκίνητα διασχίζουν τους δρόμους
με στεφάνια κηδείας φορτωμένα
όμως
ο γέρος που τον περονιάζει σαν κρύο η νεότητα
με απούλητα σφουγγάρια ψάχνει το κακό
να τ’ αφανίσει θα ’λεγες
απ’ τα σφουγγάρια τραβηγμένο σαν υγρό.
ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ
Τρώει ο ρωμιός απάνω στο μάρμαρο
– μεσημεριάτικες απογνώσεις –
κ’ είναι σα μοναστηράκι του σώματος
γεμάτο φύλλα και πουλιά.
Έχει τον ήλιο το φτωχό εστιατόριο και τον διασπαθίζει
μέσα στη σκόνη του φωτεινού αέρα
γαλάζιες μύγες ωσάν ανθάκια
κομμένα γύρω μας βομβίζουν.
Τρώει με μια πικρή ματιά ο ταπεινός απάνω στο μάρμαρο
σκύβει κρατώντας το ζεστό ψωμί
και συλλογιέται
την πλάκα του τάφου.
Κοντό κριθάρι αγκυλώνει τη θύμηση
τα σπίτια οι δρόμοι και τα δίκαια χέρια
φυλλώματα κόκκινα δίχως ελπίδα…
Ήχοι και θάνατος
η ερωτική ασπράδα που πύκνωσε τα νέφη
ταυτισμένα στους κήπους με τα δέντρα.
Ο ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΑΝΑΣΑΙΝΕΙ
Θάλασσα πίνεις τα ποτάμια πίνεις όλα τα νερά
μέσ’ στον καιρό της υπάρξεως ανάστροφα νέμεσαι την ομορφιά
πέρα στη δύναμη που κλείνει ο ουράνιος αέρας
όπως εδώ στην άνομη πόλη
ο Εθνικός Κήπος καθαρίζει την ψυχή με ήλιο και με δέντρα.
Ένα μεγάλο φύλλωμα σκέπει την καρδιά μου
κλειδώνει τα πουλιά
σχίζοντας απ’ τις ευωδιές χιλιάδες αναστάσιμα
κ’ η γυναίκα βαθύ βασίλειο σκλαβώνει το δέρμα μου.
Όποιος έριξε τ’ αστέρια στην αγριότητα
νιώθει τον πλούτο του άνθους
οι θεοί κατεβαίνουν απ’ τους μίσχους ώς τη μοναξιά
και τους χυμούς ανεβάζουν με γαλάζια όργανα
γενετήσια.
Ω σιωπή βγαλμένη στα παράθυρα του αιθέρα
σα να δείχνεις
τις κυματιστές ρίζες του κήπου,
άλλη ματιά δεν εχάρισε το αόρατο μέσ’ στο αίμα πρόβατο
που σκύβει στο χορτάρι σου ψηλά, μονάχα των αγγέλων.
Κρήνη θανάτου ανθίζει με χρυσάφι
κ’ η όμορφη φτέρη ψιθυρίζει νέους ύμνους
φανερώνοντας τη σοφία της αναπνοής
ολόκληρο το θάμβος ωσά σώμα.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΠΟ
Νύχτα βεγγαλική φαιδρύνει τους θορύβους της Αθήνας
όπου σπιθίζουν ίμεροι
κι αεράκι σαλεύει τις φυλλωσιές απ’ τα όνειρα.
Χτες το φεγγάρι να ’βλεπες – χάνεται μα η κίνηση τ’ ανασταίνει
τυλιγμένο σε σύννεφα όμοια με καπνούς
γκρίζους και μαύρους…
Πού είναι μέσ’ στη μνήμη το άκαρι
θαλάσσια η ταπεινή αθερίνα
μέρες του χαρταετού νερά της Κυριακής ερωτευμένα
και μια κραυγή απ’ τα βάθη: Αχ να λησμονηθώ με τη μητέρα!
Δεν ανεμίζει τώρα ένας παιδικός Επιτάφιος
όταν ακολουθούσαμε σα να ’μασταν όλοι
σταματημένοι σε κάποιο σημείο του αέρα
κι ανάμεσα στα σιδερόφραχτα ένστικτα
πέρα στο δρόμο βάθαινε η κηδεία του Χριστού
σα λείψανο ένας γέρος ανοίγοντας κάποια ξύλινη πόρτα
βγήκε να χύσει λίγη κολόνια στο χρυσοκέντητο πανί
λευκά λουλούδια πάμφωτα και οι ψαλμωδίες
ελαφρός ουρανός αθώα κορίτσια…
Ω χώμα πότε άρχισες αν ρωτήσω
πάντα ατελείωτη και πάντα φτάνει
στους θάμνους η ωραιότητα.
Με τα τριζόνια λούζομαι
καθώς υγραίνει ο έρωτας το χρόνο
τη νύχτα που παντρεύονται οι γάτες στ’ αγιοκλήματα
τη μέρα σαν κοιμούνται στους κήπους οι φωτογράφοι με άσπρα
και μένει ο βραδινός Άγιος
στην υπαίθρια εκκλησιά με τ’ άφωνα καντήλια
μέσ’ στο μακρύ και σκούρο ρούχο του
ο Άγιος Δημήτριος ίδιος με κορασίδα.
Είν’ ο τόπος ουράνιος.
ΕΣΠΕΡΑ ΤΩΝ ΦΥΛΛΩΝ
Το σήμαντρο αναστενάζει.
Με την αγάπη στην καρδιά
στους φιλικούς δρόμους ανοίγω την ύπαρξή μου
κατεβαίνω μεγάλη σιωπή κι ακούω τα σκαλιά της
είμ’ ένα πρόβατο αγγίζω δειλινά
μα φεύγουν όλα
σκοτεινιά που θα μας οδηγήσεις.
Αγγελικέ μου θάνατε
προσφέρω τη θυσία.
ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ
Κάθε πρωί χαμογελά στα κυπαρίσσια ο ήλιος
είναι παλιά η δύναμη των τάφων
όπου χαίρομαι πέρ’ απ’ τα μάρμαρα
τους γυμνούς πεθαμένους
ολημέρα τους ακούω να λένε για το χώμα με κούφια μάτια
ολημέρα λάμπει το ψωμί
που δεν έφαγαν οι έρημοι φτωχοί στη ζήση
και μονάχα τον Άδη χορταίνουν.
Έτσι χανόμασταν έτσι θα χαθούμε
στους λύκους ανάμεσα και στο θάνατο.
Μ’ αρέσει να περπατώ σε τάφους
μ’ ένα τραγούδι στη φτώχεια δοσμένο
και πάντα ενάντιο
στους κλέφτες της ανθρώπινης τύχης.
ΗΧΗΡΟ
Σύρματα τιμημένα της ζωής μου
οπού με ζώνετε τόσα χρόνια
σκλάβος ανέβηκα ώς τ’ αστέρια
τη ζωωδία των ανθρώπων έχοντας ακυρώσει
μέσ’ στην ορμή για ποίηση
μέσ’ στην ορμή για έρωτα
σύρματα της ζωής μου.
~
Ν. Καρούζος, Τα ποιήματα, τ. Α’, Ίκαρος
Ο Νίκος Καρούζος (Ναύπλιο, 1926 - Αθήνα, 1990) ήταν ποιητής της πρώτης
μεταπολεμικής γενιάς. Κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών του χρόνων ο
Καρούζος έδρασε στην ΕΠΟΝ και εξορίστηκε στην Ικαρία (1947) και στη
Μακρόνησο (1951), από όπου έφυγε τελικά το 1953 μετά από νευρικό
κλονισμό. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα, δεν
ολοκλήρωσε όμως τις σπουδές του, καθώς ήδη από το 1941 είχε στραφεί στην
ποίηση. Το 1949 πραγματοποίησε την πρώτη επίσημη εμφάνισή του στο χώρο
των γραμμάτων με τη δημοσίευση του ποιήματός του "Σίμων ο Κυρηναίος" στο
περιοδικό "Ο Αιώνας μας". Η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Η
επιστροφή του Χριστού" εκδόθηκε το 1954. Στους λογοτεχνικούς κύκλους
έγινε πιο γνωστός στη δεκαετία του ’60 με τις συλλογές "Η έλαφος των
άστρων", "Ο υπνόσακκος" και "Πενθήματα". Ακολούθησαν πολλές ακόμη
συλλογές και συγκεντρωτικές εκδόσεις των ποιημάτων του ως τη συγγραφή
του τελευταίου του ποιητικού έργου "Αιώρηση", γραμμένου στις 29
Αυγούστου 1990 στο νοσοκομείο Υγεία, όπου ο ποιητής νοσηλευόταν τα δύο
τελευταία χρόνια της ζωής του, άρρωστος από καρκίνο. Συνεργάστηκε με τα
περιοδικά όπως "Νέα Εστία", "Αθηναϊκά Γράμματα", "Ευθύνη", "Σπείρα",
"Τομές", "Η Λέξη". Τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1963), το
Βραβείο της Ομάδας των Δώδεκα (1963), το Α΄ Εθνικό Βραβείο Ποίησης, από
κοινού με τους Τάκη Βαρβιτσιώτη και Μίλτο Σαχτούρη (1972) και το Α΄
Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1988). Η ποίηση του Καρούζου έχει χαρακτηρισθεί
ως φιλοσοφική, θρησκευτική, μυστική, μα δεν είναι τόσο η μεταφυσική
διάσταση που τη διακρίνει, αλλά «μια υπαρξιακή πλησμονή, που τον ωθεί
πέρα από τα όρια του εγώ, προς τη συγχώνευση με το αισθητό σύμπαν»