Το πρώτο φάντασμα
Μ’ ορμήνεψε να πάρω μαζί μου βαλίτσα
Κατάλληλη για τα τετελεσμένα
Μιας ζωής κανονικής.
Ύφασμα υπερανθεκτικό ανυπερθέτως
Ικανό να μάχεται
Τη διαβρωτική ισχύ του ληγμένου χρόνου.
Να συμμαζεύει τους ροζ λεκέδες
Μιας προδομένης εποχής
Ταγγισμένης απ’ τη φορμόλη.
Ας δούμε, είπα.
Και στράφηκα σ’ εκείνη τη μικρή μάγισσα
Την άπλωρη, την άωρη, την άμοιρη.
Ήτανε κάποτε εγώ
Τώρα ένα βουβό συντρίμμι
Στη ντουλάπα με τα εφηβικά θαύματα.
Το δεύτερο φάντασμα
Σούφρωσε τα φρύδια
Σφηνώθηκε με τρόπο εξόχως περίεργο
Ανάμεσα στη ντουλάπα και τον διάδρομο.
Ήταν ο καινούριος δρόμος μου
Πιτσιλωτός φως
Ένα λεοπάρ αστεριών
Υποσχέσεων.
Με σφιγμένες γροθιές
Δεν αδράχνεις ουρανό.
Έτσι μου είπε συλλαβιστά.
Λες κι έδινε χρησμό
Και το κατάπιε ο καιρός
Έτσι είπα εγώ
Καθώς το’ βλεπα
Να λιγναίνει να λιγναίνει να λιγναίνει
Έμεινε στο κορμί μιας ευθείας
Να μην βλέπω ότι υπάρχει
Να θυμάμαι ότι υπάρχει
Πόσο αναιμικά τα δώρα του
Πόσο καίει το σύθαμπο
Της ημιτελούς απώλειας.
Το τρίτο φάντασμα
Φτιάξ’ το όπως θέλεις
Δηλαδή φτιάξε με όπως θέλεις
Το άκουσα καθαρά να μου επιτρέπει.
Άρχισα να ψαχουλεύω λοιπόν
Ένα ραγισμένο σκοτάδι
Ένα ομοίωμα ζωής
Ρανίδες προσευχής
Ένα γερασμένο παιδί
Αυτά είχα, έτσι πορεύτηκα.
Αυτό έπραξα.
Ξόδεψα στο μέλλον μου
Όση ελευθερία του ανήκε.
Μ’ ορμήνεψε να πάρω μαζί μου βαλίτσα
Κατάλληλη για τα τετελεσμένα
Μιας ζωής κανονικής.
Ύφασμα υπερανθεκτικό ανυπερθέτως
Ικανό να μάχεται
Τη διαβρωτική ισχύ του ληγμένου χρόνου.
Να συμμαζεύει τους ροζ λεκέδες
Μιας προδομένης εποχής
Ταγγισμένης απ’ τη φορμόλη.
Ας δούμε, είπα.
Και στράφηκα σ’ εκείνη τη μικρή μάγισσα
Την άπλωρη, την άωρη, την άμοιρη.
Ήτανε κάποτε εγώ
Τώρα ένα βουβό συντρίμμι
Στη ντουλάπα με τα εφηβικά θαύματα.
Το δεύτερο φάντασμα
Σούφρωσε τα φρύδια
Σφηνώθηκε με τρόπο εξόχως περίεργο
Ανάμεσα στη ντουλάπα και τον διάδρομο.
Ήταν ο καινούριος δρόμος μου
Πιτσιλωτός φως
Ένα λεοπάρ αστεριών
Υποσχέσεων.
Με σφιγμένες γροθιές
Δεν αδράχνεις ουρανό.
Έτσι μου είπε συλλαβιστά.
Λες κι έδινε χρησμό
Και το κατάπιε ο καιρός
Έτσι είπα εγώ
Καθώς το’ βλεπα
Να λιγναίνει να λιγναίνει να λιγναίνει
Έμεινε στο κορμί μιας ευθείας
Να μην βλέπω ότι υπάρχει
Να θυμάμαι ότι υπάρχει
Πόσο αναιμικά τα δώρα του
Πόσο καίει το σύθαμπο
Της ημιτελούς απώλειας.
Το τρίτο φάντασμα
Φτιάξ’ το όπως θέλεις
Δηλαδή φτιάξε με όπως θέλεις
Το άκουσα καθαρά να μου επιτρέπει.
Άρχισα να ψαχουλεύω λοιπόν
Ένα ραγισμένο σκοτάδι
Ένα ομοίωμα ζωής
Ρανίδες προσευχής
Ένα γερασμένο παιδί
Αυτά είχα, έτσι πορεύτηκα.
Αυτό έπραξα.
Ξόδεψα στο μέλλον μου
Όση ελευθερία του ανήκε.
~
Η Ρία Φελεκίδου σπούδασε Νομική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Δημοσιογραφία στο Εργαστήριο Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του Μεταπτυχιακού ετήσιου Προγράμματος Παιδαγωγικής Κατάρτισης της ΑΣΠΑΙΤΕ και πτυχιούχος του Μεταπτυχιακού Δημιουργικής Γραφής στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Εργάστηκε ως δικηγόρος και δημοσιογράφος στη Λάρισα και στη Θεσσαλονίκη. Σήμερα δουλεύει ως εκπαιδευτικός στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση σε σχολεία και διοικητικές θέσεις, ενώ υπήρξε μέλος της Ομάδας Διαχείρισης, Συντονισμού και Παρακολούθησης της Εκπαίδευσης Προσφύγων του Υπουργείου Παιδείας. Εργογραφία: Τελεία και παύλα (Γαβριηλίδης 2005). Αυτά (Γαβριηλίδης 2008). Η Ιστορία Ίδια (Γαβριηλίδης 2019). Ξέρω τι θα γίνει (Πεζογραφία, 2018). Το πιο ευτυχισμένο κοριτσάκι του κόσμου (Παιδικό βιβλίο, 2014). Το παιχνίδι των δοντιών (Μεταίχμιο / Παιδικό βιβλίο, 2018). Διάβασε το παραμύθι ανάποδα: Ο δράκος και τα παιχνίδια (Παιδικό βιβλίο, 2021) κ.α.