Πέρνα, σαϊτα μου γοργή, με το ψιλό μετάξι,
νάρθει ο καλός μου τη Λαμπρή να βρει χρυσά ν' αλλάξει,
Τάκου τάκου ο αργαλειός μου,
τάκου κι έρχεται ο καλός μου.
νάρθει ο καλός μου τη Λαμπρή να βρει χρυσά ν' αλλάξει,
Τάκου τάκου ο αργαλειός μου,
τάκου κι έρχεται ο καλός μου.
Μαντήλι από το δάκρυσμα δεν τούμεινε στα ξένα.
Αρχοντοπούλες τον ζητούν κι αυτός πονεί για μένα.
Τάκου τάκου στην αυλή μου,
ώσπου νάρθει το πουλί μου.
Εγώ το φάδι θα γενώ κι εκείνος το στημόνι,
που να μπλεχτεί μες στο πανί και πια να μη γλυτώνει.
Τάκου και σε λίγο φτάνει
για φιλί και για στεφάνι.
Πέτα, σαϊτα μου γοργή, χτύπα, χρυσό μου χτένι,
η ατέλειωτη Σαρακοστή μερόνυχτο να γένει.
Τάκου τάκου ο αργαλειός μου,
τάκου κι έρχεται ο καλός μου.
~
Από τη συλλογή Παλιοί σκοποί, 1909
Το Αργύρης Εφταλιώτης ( Μήθυμνα Λέσβου, 1849 – Αντίμπ (Antibes) νότια
Γαλλία 1923) είναι το φιλολογικό ψευδώνυμο του λογοτέχνη Κλεάνθη
Μιχαηλίδη. Η πρώτη εμφάνιση του Εφταλιώτη στα γράμματα σημειώνεται με τη
συμμετοχή του στον «Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό» του 1889, όπου η ποιητική
συλλογή του «Τραγούδια του ξενητεμένου» βραβεύθηκε και απέσπασε τον
έπαινο της κριτικής επιτροπής, αφού το πρώτο βραβείο το κέρδισε ο Κωστής
Παλαμάς με το ποίημα «Ύμνος εις την Αθηνάν».
Το ψευδώνυμο του ποιητή είναι απόρροια της νοσταλγίας του: Προέρχεται
από την Εφταλού', παραθαλάσσια τοποθεσία και σήμερα οικισμό στις
βορειότερες ακτές της Λέσβου (το όνομα προέρχεται από το «Ευθαλού» = ευ +
θάλλω, δηλαδή «πρασινίζω καλά»). Μάλιστα, στην Ευθαλού αγόρασε
αργότερα, επηρεασμένος, ένα κτήμα για να ηρεμεί ο Ηλίας Βενέζης. [Βιογραφία]