Σὲ πολιτεῖες τοῦ Καναλιοῦ, στὸ Λίβερπουλ, στὸ Σουὰνς
βλέπει κανεὶς πρωὶ πρωί, στοὺς ντόκους μὲ τὰ κρένια,
κάποιους ποὺ ἐνῷ δὲ μοιάζουνε πολὺ γιὰ ναυτικοί,
πρὸς τὰ καράβια ὁδεύουνε γελώντας δίχως ἔννοια.
Πέντ᾿ ἕξι ὀργιὲς τὰ μπάρκα τους κι ὅμοια τόσο πολύ,
ποὺ ὡς νὰ τὰ βροῦν κουράζονται πολλὲς φορὲς στὴ ράδα.
Πλώρη ψηλὴ ψαράδικη, φουγάρο μυτερό,
κι εἶναι τὸ πιὸ μεγάλο τους ταξίδι μία βδομάδα.
βλέπει κανεὶς πρωὶ πρωί, στοὺς ντόκους μὲ τὰ κρένια,
κάποιους ποὺ ἐνῷ δὲ μοιάζουνε πολὺ γιὰ ναυτικοί,
πρὸς τὰ καράβια ὁδεύουνε γελώντας δίχως ἔννοια.
Πέντ᾿ ἕξι ὀργιὲς τὰ μπάρκα τους κι ὅμοια τόσο πολύ,
ποὺ ὡς νὰ τὰ βροῦν κουράζονται πολλὲς φορὲς στὴ ράδα.
Πλώρη ψηλὴ ψαράδικη, φουγάρο μυτερό,
κι εἶναι τὸ πιὸ μεγάλο τους ταξίδι μία βδομάδα.
Ἕνα βρακὶ ἀσιδέρωτο φορᾶνε βρωμερὸ
καὶ μία φανέλα ἀπὸ φιλὲ χειμώνα καλοκαίρι,
ἕνα μαντίλι τῆς φωτιᾶς δεμένο στὸ λαιμὸ
καὶ περπατᾶν τρεκλίζοντας πιασμένοι ἀπὸ τὸ χέρι.
Ὅμως περνοῦν τὸ τρομερὸ κανάλι τοῦ Saint George
κι ὀρθοπλωρίζουνε γιὰ κεῖ ποὺ κυβερνάει πούσι,
ποὺ τὰ καραβοφάναρα, βογγώντας τρομερά,
τρελαίνουνε τὸν ἄμαθο ποὺ θὰ τὰ πρωτακούσει.
Περήφανα τοῦ Ἀτλαντικοῦ διαβαίνουν τὰ νερά,
τῶν φαναριῶν ἀκολουθώντας πάντα τὶς σειρῆνες,
χορεύοντας ἕνα χορὸ στὰ κύματ᾿ ἀλαφρό,
ποὺ οἱ ναυτικοὶ τῶν φορτηγῶν τὰ λέμε μπαλαρίνες.
Οἱ Φλαμαντέζοι ναυτικοὶ γελᾶν καὶ λένε πὼς
οἱ Ἐγγλέζοι τοὺς πνιγμένους τοὺς κλαῖνε μία μέρα μόνο
μ᾿ ἂν ἤθελαν περισσότερο δὲ θά ῾χανε καιρό:
δέκα ἀπ᾿ αὐτὰ σὰν φύγουνε, γυρνᾶνε πέντε μόνο.
Ἀπὸ συνήθεια παίρνουνε σὲ χρῆμα τὴν τροφή,
ψωνίζουνε λιγάκι χὰμ κι ἕνα κουτὶ μὲ βρώμη
μὰ τό ῾χουν προτιμότερο νὰ πιοῦνε τὰ λεφτά,
πρὶν φύγουν καὶ νὰ τοὺς τραβοῦν στερνὴ στιγμὴ οἱ λοστρόμοι.
Μὰ εἶναι τὰ πιὸ καλύτερα ποὺ γνώρισα παιδιὰ
μπαρκάρουνε τρεκλίζοντας, πάντα δυὸ δυὸ πιασμένοι,
καὶ δίχως νὰ τὸ νιώσουνε καλά, πολλὲς φορὲς
βουλιάζουν μὲ τὰ μπάρκα τους γελώντας μεθυσμένοι.
~
Μαραμπού (1933)
καὶ μία φανέλα ἀπὸ φιλὲ χειμώνα καλοκαίρι,
ἕνα μαντίλι τῆς φωτιᾶς δεμένο στὸ λαιμὸ
καὶ περπατᾶν τρεκλίζοντας πιασμένοι ἀπὸ τὸ χέρι.
Ὅμως περνοῦν τὸ τρομερὸ κανάλι τοῦ Saint George
κι ὀρθοπλωρίζουνε γιὰ κεῖ ποὺ κυβερνάει πούσι,
ποὺ τὰ καραβοφάναρα, βογγώντας τρομερά,
τρελαίνουνε τὸν ἄμαθο ποὺ θὰ τὰ πρωτακούσει.
Περήφανα τοῦ Ἀτλαντικοῦ διαβαίνουν τὰ νερά,
τῶν φαναριῶν ἀκολουθώντας πάντα τὶς σειρῆνες,
χορεύοντας ἕνα χορὸ στὰ κύματ᾿ ἀλαφρό,
ποὺ οἱ ναυτικοὶ τῶν φορτηγῶν τὰ λέμε μπαλαρίνες.
Οἱ Φλαμαντέζοι ναυτικοὶ γελᾶν καὶ λένε πὼς
οἱ Ἐγγλέζοι τοὺς πνιγμένους τοὺς κλαῖνε μία μέρα μόνο
μ᾿ ἂν ἤθελαν περισσότερο δὲ θά ῾χανε καιρό:
δέκα ἀπ᾿ αὐτὰ σὰν φύγουνε, γυρνᾶνε πέντε μόνο.
Ἀπὸ συνήθεια παίρνουνε σὲ χρῆμα τὴν τροφή,
ψωνίζουνε λιγάκι χὰμ κι ἕνα κουτὶ μὲ βρώμη
μὰ τό ῾χουν προτιμότερο νὰ πιοῦνε τὰ λεφτά,
πρὶν φύγουν καὶ νὰ τοὺς τραβοῦν στερνὴ στιγμὴ οἱ λοστρόμοι.
Μὰ εἶναι τὰ πιὸ καλύτερα ποὺ γνώρισα παιδιὰ
μπαρκάρουνε τρεκλίζοντας, πάντα δυὸ δυὸ πιασμένοι,
καὶ δίχως νὰ τὸ νιώσουνε καλά, πολλὲς φορὲς
βουλιάζουν μὲ τὰ μπάρκα τους γελώντας μεθυσμένοι.
~
Μαραμπού (1933)