Είχε
κάτι από ήχο διαδήλωσης
η σταθερή κραυγή σου «κι άλλο! κι άλλο!»
μικρέ στην παραλία.
Σ’ έβλεπα ώρες, σε μαθαίναν πώς
να κολυμπάς, πώς να γεμίζεις
άμμο το κουβαδάκι σου, να ρίχνεις
βότσαλα στο νερό, ν’ ανοίγεις
μικρές λακκούβες και κανάλια, κι έτρεχες
ξαναμμένος και μπαινόβγαινες
στα ήσυχα νερά, κι ήσουν δεν ήσουν
δυο χρονών, χαιρόσουν τη θαλασσινή σου
εκπαίδευση, κάθε καινούργιο
παιχνίδι κι ένα ακόμα θαύμα
στη φρέσκια σου ζωή, και τώρα
σε τραβούσαν στοργικά οι γονείς
παλεύοντας να σε παρηγορήσουν, κι «είναι»
σου λέγαν «μεσημέρι πια και πρέπει
στο σπίτι να γυρίσουμε» και «φτάνει,
έπαιξες τόσες ώρες» σου θυμίζαν, και
«σώπα, θα ξανάρθουμε» σου τάζαν, μα εσύ
βρεγμένος μ’ αλμυρό νερό και δάκρυ
επέμενες στο δίκαιο αίτημά σου
πεισματικά διεκδικούσες το από καταβολής
του γένους των ανθρώπων μέγα
ζητούμενο: ποτέ
να μην τελειώνει αυτό
που μ’ όλη την ψυχή μας αγαπήσαμε, γιατί
να πρέπει να τελειώνει αυτό
που μ’ όλη την ψυχή μας αγαπήσαμε;
Και σε τραβούσαν στοργικά οι γονείς
και σου εξηγούσαν, κι άρχιζες
μικρέ μου, να μαθαίνεις, άρχιζε
σιγά σιγά η πιο μεγάλη
εκπαίδευση, αυτή που μας μαθαίνει
πως όλα –μα όλα– κάποτε τελειώνουν.
~
«Στο σιδεράδικο της Λήμνου» εκδ. Κουκκίδα, 2017
κάτι από ήχο διαδήλωσης
η σταθερή κραυγή σου «κι άλλο! κι άλλο!»
μικρέ στην παραλία.
Σ’ έβλεπα ώρες, σε μαθαίναν πώς
να κολυμπάς, πώς να γεμίζεις
άμμο το κουβαδάκι σου, να ρίχνεις
βότσαλα στο νερό, ν’ ανοίγεις
μικρές λακκούβες και κανάλια, κι έτρεχες
ξαναμμένος και μπαινόβγαινες
στα ήσυχα νερά, κι ήσουν δεν ήσουν
δυο χρονών, χαιρόσουν τη θαλασσινή σου
εκπαίδευση, κάθε καινούργιο
παιχνίδι κι ένα ακόμα θαύμα
στη φρέσκια σου ζωή, και τώρα
σε τραβούσαν στοργικά οι γονείς
παλεύοντας να σε παρηγορήσουν, κι «είναι»
σου λέγαν «μεσημέρι πια και πρέπει
στο σπίτι να γυρίσουμε» και «φτάνει,
έπαιξες τόσες ώρες» σου θυμίζαν, και
«σώπα, θα ξανάρθουμε» σου τάζαν, μα εσύ
βρεγμένος μ’ αλμυρό νερό και δάκρυ
επέμενες στο δίκαιο αίτημά σου
πεισματικά διεκδικούσες το από καταβολής
του γένους των ανθρώπων μέγα
ζητούμενο: ποτέ
να μην τελειώνει αυτό
που μ’ όλη την ψυχή μας αγαπήσαμε, γιατί
να πρέπει να τελειώνει αυτό
που μ’ όλη την ψυχή μας αγαπήσαμε;
Και σε τραβούσαν στοργικά οι γονείς
και σου εξηγούσαν, κι άρχιζες
μικρέ μου, να μαθαίνεις, άρχιζε
σιγά σιγά η πιο μεγάλη
εκπαίδευση, αυτή που μας μαθαίνει
πως όλα –μα όλα– κάποτε τελειώνουν.
~
«Στο σιδεράδικο της Λήμνου» εκδ. Κουκκίδα, 2017
Ο Σωτήρης Σαράκης γεννήθηκε το 1949 στο χωριό Αμπέλια Αγρινίου. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες. Εργάστηκε στο Υπουργείο Οικονομικών από το 1976 ως το 2010. Πολλά ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε γνωστά λογοτεχνικά περιοδικά, σε θεματικές ανθολογίες και στο διαδίκτυο. Εργογραφία: Το δέρας (1994). Τα αιφνίδια άστρα(1997). Αγγειογραφία (2000). Ψηφιδωτό από άφαντες ψηφίδες (2003). Η τελετή, ποίηση (2006). Πάθη των φθόγγων (2009). Νυχτερινά δρομολόγια (2010). Δοκιμασίες και δοκιμές, ποιήματα 1971-1998 (2011). Στιγμή στο χάος, ποιήματα 1999-2010 (2014). Στις προθήκες (2016). Στο σιδεράδικο της Λήμνου (2017). Σημαντικές λεπτομέρειες (2018). Ηλιοβασίλεμα στη Σαντορίνη (2021).