Μέσα στά καπηλειά καί τά χαμαιτυπεῖα
τῆς Βηρυτοῦ κυλιέμαι. Δέν ἤθελα νά μένω
στήν Ἀλεξάνδρεια ἐγώ. Μ’ ἄφισεν ὁ Ταμίδης•
κ’ ἐπῆγε μέ τοῦ Ἐπάρχου τόν υἱό γιά ν’ ἀποκτήσει
τῆς Βηρυτοῦ κυλιέμαι. Δέν ἤθελα νά μένω
στήν Ἀλεξάνδρεια ἐγώ. Μ’ ἄφισεν ὁ Ταμίδης•
κ’ ἐπῆγε μέ τοῦ Ἐπάρχου τόν υἱό γιά ν’ ἀποκτήσει
μιά ἔπαυλι στόν Νείλο, ἕνα μέγαρον στήν πόλιν.
Δέν ´εκανε νά μένω στήν Ἀλεξάνδρεια εγώ. –
Μέσα στά καπηλειά καί τά χαμαιτυπεῖα
τῆς Βηρυτοῦ κυλιέμαι. Μές σ’ εὐτελή κραιπάλη
διάγω ποταπῶς. Τό μόνο πού μέ σώζει
σάν ἐμορφιά διαρκής, σάν ἄρωμα πού ἐπάνω
στήν σάρκα μου ἔχει μείνει, εἶναι πού εἶχα δυό χρόνια
δικό μου τόν Ταμίδη, τόν πιό ἐξαίσιο νέο,
δικό μου ὄχι γιά σπίτι ἤ γιά ἔπαυλι στόν Νείλο.
(1926)