Στην άφεγγη ψυχή μου
λάμπουν χρυσά αστεράκια
οι παιδικές σου χάρες
τα θαυμαστά λογάκια.
Σαν κρίνο φωτοβόλο
το προσωπάκι. κάτι
σάλευε, χάδι ονείρου,
το τρυφερό σου μάτι.
Και τα χεράκια πλάνες
στη θλίψη της μορφής μου.
Το χαμόγελό σου, άνθι
της έρημης ψυχής μου.
Μα πιο πολύ, το μύρο
της ύπαρξής σου – θάμα,
τα πρώιμά σου λογάκια,
της σκέψης μου άγιο νάμα.
Ανίδεα σεις λογάκια
- καημός και προφητεία –
ποια μοίρα να μιλούσε
στην πλάνα σας γοητεία;
Τώρα τη γλυκιά σου όψη
σκύβεις συλλογισμένη
στα σοβαρά βιβλία
και μ’ έχεις ξεχασμένη.
Δε θα ιδώ να χαράζη
το ανάγλυφό της χάδι
στο χλωμό μετωπάκι
τη σκέψη κάποιο βράδι.
Στης ζωής το εντευκτήριο
με βιαστικό το βήμα
θάρχεσαι εσύ, θα φεύγω
εγώ βουβά σαν κύμα.
Θα φέυγω κ’ η ματιά σου
ποτέ δε θα με φτάνη.
Μα θάχω τα θαυμάσια
λογάκια σου στεφάνι.
λάμπουν χρυσά αστεράκια
οι παιδικές σου χάρες
τα θαυμαστά λογάκια.
Σαν κρίνο φωτοβόλο
το προσωπάκι. κάτι
σάλευε, χάδι ονείρου,
το τρυφερό σου μάτι.
Και τα χεράκια πλάνες
στη θλίψη της μορφής μου.
Το χαμόγελό σου, άνθι
της έρημης ψυχής μου.
Μα πιο πολύ, το μύρο
της ύπαρξής σου – θάμα,
τα πρώιμά σου λογάκια,
της σκέψης μου άγιο νάμα.
Ανίδεα σεις λογάκια
- καημός και προφητεία –
ποια μοίρα να μιλούσε
στην πλάνα σας γοητεία;
Τώρα τη γλυκιά σου όψη
σκύβεις συλλογισμένη
στα σοβαρά βιβλία
και μ’ έχεις ξεχασμένη.
Δε θα ιδώ να χαράζη
το ανάγλυφό της χάδι
στο χλωμό μετωπάκι
τη σκέψη κάποιο βράδι.
Στης ζωής το εντευκτήριο
με βιαστικό το βήμα
θάρχεσαι εσύ, θα φεύγω
εγώ βουβά σαν κύμα.
Θα φέυγω κ’ η ματιά σου
ποτέ δε θα με φτάνη.
Μα θάχω τα θαυμάσια
λογάκια σου στεφάνι.
~
Ηχώ στο Χάος (1929)