Αγάπης πόθοι,
γλυκό μαράζι,
που η νύχτα κλώθει
κι η μέρα σπάζει,
καιροί μου μάγοι
και καρδιοχτύπια,
μέθης πελάγη,
που φλόγες ήπια,
γέλια και πόνοι,
λαχτάρες, ρίγη,
νέκρα σας ζώνει,
νέκρα σας πνίγει...
Γέρνουν σαν κρίνοι
ξεψυχισμένοι...
Όνειρο; Σβήνει!
Αφρός; Πεθαίνει!
Σύννεφα, πάχνη!
Τρέμει ο διαβάτης.
Δροσιά τ’ αρπάχνει
στο φύσημά της…
Όλοι γλιστρούνε,
διαβάτη, πλάνε...
Μα πού’ναι; πού’ναι;
Αχ, πάνε, πάνε...
~
Από τα πρώτα ποιήματα του Λαπαθιώτη.
γλυκό μαράζι,
που η νύχτα κλώθει
κι η μέρα σπάζει,
καιροί μου μάγοι
και καρδιοχτύπια,
μέθης πελάγη,
που φλόγες ήπια,
γέλια και πόνοι,
λαχτάρες, ρίγη,
νέκρα σας ζώνει,
νέκρα σας πνίγει...
Γέρνουν σαν κρίνοι
ξεψυχισμένοι...
Όνειρο; Σβήνει!
Αφρός; Πεθαίνει!
Σύννεφα, πάχνη!
Τρέμει ο διαβάτης.
Δροσιά τ’ αρπάχνει
στο φύσημά της…
Όλοι γλιστρούνε,
διαβάτη, πλάνε...
Μα πού’ναι; πού’ναι;
Αχ, πάνε, πάνε...
~
Από τα πρώτα ποιήματα του Λαπαθιώτη.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Παναθήναια, τεύχος 148 (30.11.1905)
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (Αθήνα, 1888 – Αθήνα, 1944) ήταν Έλληνας ποιητής
του μεσοπολέμου. Η μητέρα του, Βασιλική Παπαδοπούλου, ήταν ανιψιά του
Χαρίλαου Τρικούπη. Άρχισε να γράφει ποιήματα από παιδί. Έζησε για
περισσότερα από 40 χρόνια στο διώροφο νεοκλασικό της οικογένειάς του
κάτω από τον λόφο του Στρέφη, στην Αθήνα. Εκεί έγραψε το μεγαλύτερο
μέρος του ποιητικού έργου του αλλά και εκεί αυτοκτόνησε τη νύχτα της 7ης
προς 8η Ιανουαρίου 1944, φτωχός και καταπονημένος από τα ναρκωτικά. Η
κηδεία του έγινε με έρανο των φίλων του. Εκτός από ποιήματα, έγραψε
επίσης πάνω από 100 πεζογραφήματα, πολλές δεκάδες διηγήματα, καθώς και
επιφυλλίδες και κριτικά και αισθητικά κείμενα. Το έργο του βρίσκεται
διασκορπισμένο σε περιοδικά και εφημερίδες. Η μοναδική του ποιητική
συλλογή δημοσιεύτηκε το 1939, ενώ μετά τον θάνατό του, ο Άρης Δικταίος
εξέδωσε, το 1964, τα ποιήματά του. [Βιογραφία]