Θλίψη η σελήνη σκόρπιζε. Και δακρυσμένα Σεραφείμ
ονειρεύονταν, στα δάχτυλά τους το δοξάρι, στη σιγαλιά ανθών
όλο μελαγχολία, από θλιμμένες βιόλες ανακρούοντας
λευκούς λυγμούς που αργοσέρνονται στο γαλανό των πετάλων
ήταν ευλογημένη μέρα του πρώτου σου φιλιού.
Ο ρεμβασμός μου, που να με τυραννά του αρέσει
μεθούσε πάνσοφα από την ευωδιά της θλίψης
που και χωρίς λύπη ή στεναχώρια αφήνει
στη καρδιά όπου την έδρεψε του Ονείρου τη συγκομιδή
λοιπόν πλανιόμουν, το μάτι καρφωμένο στο ρικνόν οδόστρωμα
όταν με τον ήλιο στα μαλλιά, εκεί στο δρόμο
και μες στ' απόβραδο, μου φανερώθηκε γελώντας
και πίστεψα πως τη νεράδια έβλεπα με κόμη φωτισμένη
που άλλοτε, σαν ήμουνα παιδί, ερχόταν στο βαθύ μου ύπνο
αφήνοντας πάντα από τα μισάνοιχτα χέρια της
να πέφτουνε σα χιόνι, λευκά μπουκέτα μυρωμένων άστρων.
ονειρεύονταν, στα δάχτυλά τους το δοξάρι, στη σιγαλιά ανθών
όλο μελαγχολία, από θλιμμένες βιόλες ανακρούοντας
λευκούς λυγμούς που αργοσέρνονται στο γαλανό των πετάλων
ήταν ευλογημένη μέρα του πρώτου σου φιλιού.
Ο ρεμβασμός μου, που να με τυραννά του αρέσει
μεθούσε πάνσοφα από την ευωδιά της θλίψης
που και χωρίς λύπη ή στεναχώρια αφήνει
στη καρδιά όπου την έδρεψε του Ονείρου τη συγκομιδή
λοιπόν πλανιόμουν, το μάτι καρφωμένο στο ρικνόν οδόστρωμα
όταν με τον ήλιο στα μαλλιά, εκεί στο δρόμο
και μες στ' απόβραδο, μου φανερώθηκε γελώντας
και πίστεψα πως τη νεράδια έβλεπα με κόμη φωτισμένη
που άλλοτε, σαν ήμουνα παιδί, ερχόταν στο βαθύ μου ύπνο
αφήνοντας πάντα από τα μισάνοιχτα χέρια της
να πέφτουνε σα χιόνι, λευκά μπουκέτα μυρωμένων άστρων.