Τότε που αφρόντιστα γεμίζαν
οι ώρες μου, ακάλεστος ο Ύπνος,
σκληρός ερχόταν να με πάρη.
Νέες υποσχέσεις με χωρίζαν,
σε μαγικές κιθάρες όταν,
τονίζοταν το θείο τροπάρι.
Ίλιγγος οι χρωματιστές μου
χαρές κ’ οι γνώριμες φωνούλες.
Της κούκλας μου το σπιτικό
σαν καραβάκι. κ’ οι κλωστές μου
το δέναν κόκκινες αχτίδες
και το πηγαίναν μαγικό.
Ύστερα κ’ οι χαλκομανίες
ζωντανεμένες εκινιόνταν.
Οι βοσκοπούλες και ταρνάκια
με πλουμιστούς λεπτούς μανδύες
σαν πεταλούδες, πλαταγίζαν
τα πρωτοτάξιδα φτεράκια.
Κι’ ολοένα πήγαιναν και σβήναν
σε μια άχνα γαλανή πνιγμένα...
Τότε πνοές μυρωδικές
στο ευτυχισμένο στόμα στήναν
τον αερένιο το χορό τους,
ολοένα πιο μεθυστικές.
Και σ’ ένα στρώμα με βυθίζαν
απ’ άνθη ή πούπουλα δεν ξέρω.
Κοντά μου έν’ Άγγελο να μένη
ένοιωθα, με φτερά που ασπρίζαν,
έν’ Άγγελο με της μαμάς μου
την όψη την αγαπημένη.
οι ώρες μου, ακάλεστος ο Ύπνος,
σκληρός ερχόταν να με πάρη.
Νέες υποσχέσεις με χωρίζαν,
σε μαγικές κιθάρες όταν,
τονίζοταν το θείο τροπάρι.
Ίλιγγος οι χρωματιστές μου
χαρές κ’ οι γνώριμες φωνούλες.
Της κούκλας μου το σπιτικό
σαν καραβάκι. κ’ οι κλωστές μου
το δέναν κόκκινες αχτίδες
και το πηγαίναν μαγικό.
Ύστερα κ’ οι χαλκομανίες
ζωντανεμένες εκινιόνταν.
Οι βοσκοπούλες και ταρνάκια
με πλουμιστούς λεπτούς μανδύες
σαν πεταλούδες, πλαταγίζαν
τα πρωτοτάξιδα φτεράκια.
Κι’ ολοένα πήγαιναν και σβήναν
σε μια άχνα γαλανή πνιγμένα...
Τότε πνοές μυρωδικές
στο ευτυχισμένο στόμα στήναν
τον αερένιο το χορό τους,
ολοένα πιο μεθυστικές.
Και σ’ ένα στρώμα με βυθίζαν
απ’ άνθη ή πούπουλα δεν ξέρω.
Κοντά μου έν’ Άγγελο να μένη
ένοιωθα, με φτερά που ασπρίζαν,
έν’ Άγγελο με της μαμάς μου
την όψη την αγαπημένη.
~
Ηχώ στο Χάος (1929)