Μέσ’ στην καρδιά μου τη βουβή, καιρό πια ρημασμένη,
επέρασεν η αγάπη σου σαν άνοιξης πνοούλα.
Και το αηδονάκι του καημού στάθη στην ανθισμένη
χαρά μου και τραγούδησε – λαχτάρα και τρεμούλα.
Γιατί θυμάσαι το βουβό, το ρημασμένο κάστρο
που στα συντρίμμια του άνθισε μια δάφνη ροδαλή;
Βλέπω στο σκυθρωπό ουρανό που ξεπροβάλλει ένα άστρο.
Ίσως θα μούπρεπε και μένα ένα στερνό φιλί.
επέρασεν η αγάπη σου σαν άνοιξης πνοούλα.
Και το αηδονάκι του καημού στάθη στην ανθισμένη
χαρά μου και τραγούδησε – λαχτάρα και τρεμούλα.
Γιατί θυμάσαι το βουβό, το ρημασμένο κάστρο
που στα συντρίμμια του άνθισε μια δάφνη ροδαλή;
Βλέπω στο σκυθρωπό ουρανό που ξεπροβάλλει ένα άστρο.
Ίσως θα μούπρεπε και μένα ένα στερνό φιλί.
~
Ηχώ στο Χάος (1929)