Η Νίνα είχε ένα φόρεμα σαν άχνα
κείνης της Κυριακής το πρωινό
και μια ρόδινη ομπρέλλα. Ήταν εξαίσια,
ήταν ένα λουλούδι αληθινό.
Η γνώση που περσότερο ομορφαίνει
τη λίκνιζε στο βήμα τ’ απαλό.
Πλάι της το βουνό μυροβολούσε,
κάτω το κύμα εχαίροταν τρελλό.
Κ’ η Νίνα μιας πνοής μορφή, σαν άχνα,
σα ρόδινο όραμα, έφυγε για που;
Στ’ ωραίο πρωί της Κυριακής εκείνης
καθώς περνούσε, πλάνεμα του νου.
κείνης της Κυριακής το πρωινό
και μια ρόδινη ομπρέλλα. Ήταν εξαίσια,
ήταν ένα λουλούδι αληθινό.
Η γνώση που περσότερο ομορφαίνει
τη λίκνιζε στο βήμα τ’ απαλό.
Πλάι της το βουνό μυροβολούσε,
κάτω το κύμα εχαίροταν τρελλό.
Κ’ η Νίνα μιας πνοής μορφή, σαν άχνα,
σα ρόδινο όραμα, έφυγε για που;
Στ’ ωραίο πρωί της Κυριακής εκείνης
καθώς περνούσε, πλάνεμα του νου.
~
Ηχώ στο Χάος (1929)