Τα ρολόγια σταμάτησαν να μετράνε τους φόβους μας,
πώς να κάμουν δουλειά με δυο μόνο δείχτες μέσα σε τέτοιο έρεβος…
Έβρεξε τόσο τούτες τις ώρες,
τις μέρες,
τις εβδομάδες,
τα χρόνια,
που μέρος στεγνό δεν έμεινε,
να κάτσεις δυο λεπτά να σκεφτείς,
να ξαποστάσεις.
πώς να κάμουν δουλειά με δυο μόνο δείχτες μέσα σε τέτοιο έρεβος…
Έβρεξε τόσο τούτες τις ώρες,
τις μέρες,
τις εβδομάδες,
τα χρόνια,
που μέρος στεγνό δεν έμεινε,
να κάτσεις δυο λεπτά να σκεφτείς,
να ξαποστάσεις.
Μα η βροχή,
– όπως κι ο φόβος –
σώνεται κάποτε.
Όπως τα δάκρυά μας,
που τα ξοδέψαμε δίχως ακόμη να ξέρουμε γιατί.
Πετούσε ένα πουλί και κλαίγαμε
σαν να χάναμε δικό μας άνθρωπο.
Κλαίγαμε πρωί, μεσημέρι, βράδυ,
σε διακοπές κι αργίες.
Στα όνειρά μας κλαίγαμε.
Φοβόμασταν να κοιμηθούμε το βράδυ,
να ξυπνήσουμε το πρωί,
να ονειρευτούμε,
να ελπίσουμε,
να ερωτευτούμε,
φοβόμασταν να κοιταχτούμε στα μάτια,
να μιλήσουμε,
να φωνάξουμε,
να παλέψουμε φοβόμασταν.
Μούσκεψε η ψυχή μας.
Άλλα δάκρυα δεν έχουμε να δώσουμε,
άλλους φόβους δεν πρόκειται να θρέψουμε,
τα ρολόγια τα ξεκρεμάσαμε από τους τοίχους,
σώθηκαν οι αναβολές.
Έφτασε η ώρα να απλώσουμε τα χέρια μας στον ήλιο,
να γεμίσουμε τις μέρες μας με ουρανό,
που κάθε μέρα τον υφαίναμε και τον ξηλώναμε τα βράδια
– να μην τον αρπάξουν κι αυτόν οι μνηστήρες.
Ένα πράγμα γνωρίζουμε καλά.
Τίποτα δεν αλλάζει
αν δεν αλλάξουν όλα!
Η Μαριάννα Γιαννουράκου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Έμαθε να
διαβάζει, να γράφει, να σκέφτεται, να μιλά και με τούτα τα όπλα
πορεύεται στη ζωή της. Το βιβλίο "Γιατί η ποίηση δεν είναι νανούρισμα, η
ποίηση είναι σάλπισμα!" είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή.