Στις δέκα το πρωί η νεαρή νοικοκυρά
τριγυρνά με το νεγκλιζέ πίσω
απ’ τους ξύλινους τοίχους της οικίας του συζύγου.
Περνάω μόνος με τ’ αμάξι.
Κι έπειτα βγαίνει ως το δρόμο
για να φωνάξει τον ψαρά, τον παγοπώλη,
και στέκει ντροπαλή, χωρίς κορσέ, στρώνοντας
τ’ άτακτα τσουλούφια απ’ τα μαλλιά της
και τη συγκρίνω με πεσμένο φύλλο.
τριγυρνά με το νεγκλιζέ πίσω
απ’ τους ξύλινους τοίχους της οικίας του συζύγου.
Περνάω μόνος με τ’ αμάξι.
Κι έπειτα βγαίνει ως το δρόμο
για να φωνάξει τον ψαρά, τον παγοπώλη,
και στέκει ντροπαλή, χωρίς κορσέ, στρώνοντας
τ’ άτακτα τσουλούφια απ’ τα μαλλιά της
και τη συγκρίνω με πεσμένο φύλλο.
Αθόρυβα οι ρόδες του αμαξιού μου
τρέχουνε θρυμματίζοντας τα ξεραμένα φύλλα
ενώ υποκλίνομαι και προσπερνώ χαμογελώντας.
τρέχουνε θρυμματίζοντας τα ξεραμένα φύλλα
ενώ υποκλίνομαι και προσπερνώ χαμογελώντας.
~
μετάφραση Άρτεμις Μιχαηλίδου