Σαν κουβάρι από χαλαρό μετάξι
που έσπρωξε ο άνεμος σε τοίχο
περνά πλάι στα κάγκελα ενός μονοπατιού
στους Κήπους του Κέσινγκτον,
και αργοπεθαίνει λίγο-λίγο
από κάποια αναιμία συναισθηματική.
Και γύρω της είναι το τσούρμο
με τα βρομερά, καλοθρεμμένα, ανεξολόθρευτα μωρά
όλων των φτωχών.
Αυτά θα κληρονομήσουν τη γη.
Μέσα της παύει η γονιμότητα.
Η ανία της είναι βαριά και υπέρμετρη.
Θα ‘θελε κάποιος να της μιλήσει,
και σχεδόν φοβάται ότι εγώ
θα τη διαπράξω ετούτη την απρέπεια.
που έσπρωξε ο άνεμος σε τοίχο
περνά πλάι στα κάγκελα ενός μονοπατιού
στους Κήπους του Κέσινγκτον,
και αργοπεθαίνει λίγο-λίγο
από κάποια αναιμία συναισθηματική.
Και γύρω της είναι το τσούρμο
με τα βρομερά, καλοθρεμμένα, ανεξολόθρευτα μωρά
όλων των φτωχών.
Αυτά θα κληρονομήσουν τη γη.
Μέσα της παύει η γονιμότητα.
Η ανία της είναι βαριά και υπέρμετρη.
Θα ‘θελε κάποιος να της μιλήσει,
και σχεδόν φοβάται ότι εγώ
θα τη διαπράξω ετούτη την απρέπεια.