Ὅταν τὸ φῶς της ρίχνει ἡ αὐγὴ τὸ λευκορροδισμένο
στοὺς γλεντοκήπους καὶ γροικοῦν σὰν τύψη τὸ Ἰδεῶδες,
κάτι τὸ ἐκδικητικὸ καὶ τὸ μυστηριῶδες,
ἕν᾿ ἄγγελο στὸ κτῆνος τους, ξυπνᾷ, τὸ ναρκωμένο.
Τῶν ψυχικῶν τότε οὐρανῶν τ᾿ ἄφθαστο γαλανό,
γιὰ κεῖνον ποὺ ρεμβάζει ὠχρὸς καὶ ποὺ ὑποφέρει ἀκόμα,
ἀνοίγεται καὶ τὸν τραβᾷ καθὼς βαράθρου στόμα.
Ἔτσι, γλυκιὰ Θεά μου, ἁγνὸ Πλάσμα καὶ φωτεινό,
στοὺς γλεντοκήπους καὶ γροικοῦν σὰν τύψη τὸ Ἰδεῶδες,
κάτι τὸ ἐκδικητικὸ καὶ τὸ μυστηριῶδες,
ἕν᾿ ἄγγελο στὸ κτῆνος τους, ξυπνᾷ, τὸ ναρκωμένο.
Τῶν ψυχικῶν τότε οὐρανῶν τ᾿ ἄφθαστο γαλανό,
γιὰ κεῖνον ποὺ ρεμβάζει ὠχρὸς καὶ ποὺ ὑποφέρει ἀκόμα,
ἀνοίγεται καὶ τὸν τραβᾷ καθὼς βαράθρου στόμα.
Ἔτσι, γλυκιὰ Θεά μου, ἁγνὸ Πλάσμα καὶ φωτεινό,
στὰ καπνισμένα ἐρείπια τῶν ἠλιθίων γλεντιῶν,
πιὸ φωτεινή, πιὸ ρόδινη, πιὸ ὡραία ἡ θυμησή σου,
ἀδιάκοπα στὰ ἐκστατικὰ μάτια μου φτερουγίζει.
Ὁ ἥλιος ἐσκοτείνιασε τὴ φλόγα τῶν κεριῶν·
ἔτσι νικήτρα πάντοτε, μοιάζει ἡ σκιὰ ἡ δική σου
μὲ τὸν ἀθάνατο ἥλιον, ὦ ψυχή, ποὺ φῶς σκορπίζει!
πιὸ φωτεινή, πιὸ ρόδινη, πιὸ ὡραία ἡ θυμησή σου,
ἀδιάκοπα στὰ ἐκστατικὰ μάτια μου φτερουγίζει.
Ὁ ἥλιος ἐσκοτείνιασε τὴ φλόγα τῶν κεριῶν·
ἔτσι νικήτρα πάντοτε, μοιάζει ἡ σκιὰ ἡ δική σου
μὲ τὸν ἀθάνατο ἥλιον, ὦ ψυχή, ποὺ φῶς σκορπίζει!