Την ψυχρή σου γούνα αναπαύεις
στις στοίβες των παλιών βιβλίων τώρα,
καημένε μου, κι’ αναθυμάσαι
τα χάδια που σου λείψαν και τα δώρα.
Στην περιφρόνηση εσύ αντέχεις
όμως κι’ όλο και πιο ψηλά στυλώνεις
φλεγματικά πελώρια μάτια,
την τραγική σου τύχη να λυτρώνης.
Παράξενα άσχημο εσύ πλάσμα
χωρίς ψυχή, μιλάς με την ψυχή μου
για την συμπάθεια, για την τύψη
και κάποτε μια δύναμη είσαι εχθρή μου.
Και σε αποφεύγω σαν την τύψη,
πλάσμα από γούνα, σε φοβάμαι τόσο!
Φοβάμαι αστείε σκοινοβάτη
μήπως και με τη σκέψη σ’ ανταμώσω.
Ποια μοίρα σ’ έστειλε σε μένα!
Νερομπογιά το μάτι σου και βάφει
τυπώματα μέσ’ στην ψυχή μου.
Λησμονημένοι ανοίγουν τάφοι.
Εξόριστε, πούχα γελάσει
μαζί σου παίζοντας, στ’ αλήθεια
η ασκήμια σου μ’ έχει νικήσει,
το γέλιο μου μού βάρυνε τα στήθια.
στις στοίβες των παλιών βιβλίων τώρα,
καημένε μου, κι’ αναθυμάσαι
τα χάδια που σου λείψαν και τα δώρα.
Στην περιφρόνηση εσύ αντέχεις
όμως κι’ όλο και πιο ψηλά στυλώνεις
φλεγματικά πελώρια μάτια,
την τραγική σου τύχη να λυτρώνης.
Παράξενα άσχημο εσύ πλάσμα
χωρίς ψυχή, μιλάς με την ψυχή μου
για την συμπάθεια, για την τύψη
και κάποτε μια δύναμη είσαι εχθρή μου.
Και σε αποφεύγω σαν την τύψη,
πλάσμα από γούνα, σε φοβάμαι τόσο!
Φοβάμαι αστείε σκοινοβάτη
μήπως και με τη σκέψη σ’ ανταμώσω.
Ποια μοίρα σ’ έστειλε σε μένα!
Νερομπογιά το μάτι σου και βάφει
τυπώματα μέσ’ στην ψυχή μου.
Λησμονημένοι ανοίγουν τάφοι.
Εξόριστε, πούχα γελάσει
μαζί σου παίζοντας, στ’ αλήθεια
η ασκήμια σου μ’ έχει νικήσει,
το γέλιο μου μού βάρυνε τα στήθια.
~
Ηχώ στο Χάος (1929)