Αφού πρώτα διάβασα το βιβλίο των μύθων,
και φόρτωσα την κάμερα,
και έλεγξα την άκρη της λεπίδας του μαχαιριού,
φόρεσα
την ολόσωμη πανοπλία από μαύρο λάστιχο
τα γελοία βατραχοπέδιλα
τη φοβερή κι αλλόκοτη μάσκα.
Αναγκάζομαι να το κάνω αυτό
όχι σαν το Κουστώ με την
αφοσιωμένη του ομάδα
πάνω στο ηλιόλουστο ιστιοφόρο
αλλά εδώ πέρα μόνη μου.
Μια σκάλα υπάρχει.
Η σκάλα είναι πάντα εκεί
κρέμεται αθώα
κοντά στο πλάι του ιστιοφόρου.
Γνωρίζουμε το λόγο της ύπαρξής της
εμείς που την έχουμε χρησιμοποιήσει.
Σε αντίθετη περίπτωση
δεν είναι παρά ένα κομμάτι ναυτιλιακού νήματος
απλά κάποιο μέρος του εξοπλισμού.
Κατεβαίνω.
Από σκαλοπάτι σε σκαλοπάτι και ακόμα
το οξυγόνο με βυθίζει
το μπλε φως
τα καθαρά άτομα
του ανθρώπινου αέρα μας.
Κατεβαίνω.
Με τα πόδια μου παράλυτα απ’ τα βατραχοπέδιλα
σέρνομαι σαν έντομο κάτω στη σκάλα
και δεν υπάρχει κανείς
να μου πει πότε ο ωκεανός
θα αρχίσει.
Αρχικά ο αέρας είναι μπλε κι ύστερα
είναι πιο μπλε και μετά πράσινος και μετά
μαύρος και μου έρχεται σκοτοδίνη αλλά
η μάσκα μου είναι πανίσχυρη
διοχετεύει στο αίμα μου ισχύ
η θάλασσα είναι μια άλλη ιστορία
η θάλασσα δεν είναι ζήτημα ισχύος
πρέπει να μάθω μόνη μου
να στρέφω το κορμί μου χωρίς βία
μέσα στο βαθύ στοιχείο.
Και τώρα: εύκολο είναι να ξεχάσω
για ποιο λόγο ήρθα εδώ
μεταξύ τόσων πολλών που ανέκαθεν
ζουν εδώ
λικνίζοντας τα ριπιδωτά τους πτερύγια
ανάμεσα απ’ τους υφάλους
έτσι κι αλλιώς
αναπνέει κανείς διαφορετικά εδώ κάτω.
Ήρθα να διερευνήσω το ναυάγιο.
Οι λέξεις είναι σκοποί.
Οι λέξεις είναι χάρτες.
Ήρθα να δω τι ζημιά έχει γίνει
και τι θησαυροί επικρατούν.
Έσυρα την ακτίνα του φακού μου
αργά κατά μήκος της γάστρας
για να βρω κάτι πιο μόνιμο
από ψάρια ή φύκια
εκείνο για το οποίο ήρθα εδώ:
το ναυάγιο κι όχι την ιστορία του ναυαγίου
το πράγμα το ίδιο και όχι το μύθο
το πνιγμένο πρόσωπο που πάντα κοιτά
προς τον ήλιο
τα αποδεικτικά στοιχεία της ζημιάς
που φθαρμένα απ’ το αλάτι λικνίζονται σ’ αυτή την ξεφτισμένη ομορφιά
τα πλευρά της καταστροφής
που καμπυλώνονται για να υψώσουν το ανάστημά τους
μεταξύ των διστακτικών θαμώνων.
Αυτό είναι το μέρος.
Κι εγώ είμαι εδώ, η γοργόνα με τα μαύρα μαλλιά
που κυματίζουν πίσω, ο γοργονάνδρας με τη μαύρη πανοπλία.
Κάνουμε κύκλους σιωπηλά
γύρω απ’ το ναυάγιο
βουτάμε μέσα στο αμπάρι.
Είμαι εκείνη: είμαι εκείνος
με το πνιγμένο πρόσωπο που κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά
με στήθη που φέρουν ακόμα την πίεση
με το ασημένιο, χάλκινο, επιχρυσωμένο φορτίο που κείτεται
αφανές μέσα σε βαρέλια
μισοχωμένα και παρατημένα να σαπίζουν
είμαστε τα μισοκαταστραμμένα όργανα
που κάποτε κρατούσαν την πορεία
τo θαλασσοφαγωμένο ημερολόγιο καταστρώματος
η χαλασμένη πυξίδα
Είμαστε, είμαι, είσαι
από δειλία ή από τόλμη
εκείνος που βρίσκει το δρόμο μας
πίσω σε αυτή εδώ τη σκηνή
κουβαλώντας ένα μαχαίρι, μια κάμερα
ένα βιβλίο μύθων
μέσα στο οποίο
τα ονόματά μας δεν εμφανίζονται.
και φόρτωσα την κάμερα,
και έλεγξα την άκρη της λεπίδας του μαχαιριού,
φόρεσα
την ολόσωμη πανοπλία από μαύρο λάστιχο
τα γελοία βατραχοπέδιλα
τη φοβερή κι αλλόκοτη μάσκα.
Αναγκάζομαι να το κάνω αυτό
όχι σαν το Κουστώ με την
αφοσιωμένη του ομάδα
πάνω στο ηλιόλουστο ιστιοφόρο
αλλά εδώ πέρα μόνη μου.
Μια σκάλα υπάρχει.
Η σκάλα είναι πάντα εκεί
κρέμεται αθώα
κοντά στο πλάι του ιστιοφόρου.
Γνωρίζουμε το λόγο της ύπαρξής της
εμείς που την έχουμε χρησιμοποιήσει.
Σε αντίθετη περίπτωση
δεν είναι παρά ένα κομμάτι ναυτιλιακού νήματος
απλά κάποιο μέρος του εξοπλισμού.
Κατεβαίνω.
Από σκαλοπάτι σε σκαλοπάτι και ακόμα
το οξυγόνο με βυθίζει
το μπλε φως
τα καθαρά άτομα
του ανθρώπινου αέρα μας.
Κατεβαίνω.
Με τα πόδια μου παράλυτα απ’ τα βατραχοπέδιλα
σέρνομαι σαν έντομο κάτω στη σκάλα
και δεν υπάρχει κανείς
να μου πει πότε ο ωκεανός
θα αρχίσει.
Αρχικά ο αέρας είναι μπλε κι ύστερα
είναι πιο μπλε και μετά πράσινος και μετά
μαύρος και μου έρχεται σκοτοδίνη αλλά
η μάσκα μου είναι πανίσχυρη
διοχετεύει στο αίμα μου ισχύ
η θάλασσα είναι μια άλλη ιστορία
η θάλασσα δεν είναι ζήτημα ισχύος
πρέπει να μάθω μόνη μου
να στρέφω το κορμί μου χωρίς βία
μέσα στο βαθύ στοιχείο.
Και τώρα: εύκολο είναι να ξεχάσω
για ποιο λόγο ήρθα εδώ
μεταξύ τόσων πολλών που ανέκαθεν
ζουν εδώ
λικνίζοντας τα ριπιδωτά τους πτερύγια
ανάμεσα απ’ τους υφάλους
έτσι κι αλλιώς
αναπνέει κανείς διαφορετικά εδώ κάτω.
Ήρθα να διερευνήσω το ναυάγιο.
Οι λέξεις είναι σκοποί.
Οι λέξεις είναι χάρτες.
Ήρθα να δω τι ζημιά έχει γίνει
και τι θησαυροί επικρατούν.
Έσυρα την ακτίνα του φακού μου
αργά κατά μήκος της γάστρας
για να βρω κάτι πιο μόνιμο
από ψάρια ή φύκια
εκείνο για το οποίο ήρθα εδώ:
το ναυάγιο κι όχι την ιστορία του ναυαγίου
το πράγμα το ίδιο και όχι το μύθο
το πνιγμένο πρόσωπο που πάντα κοιτά
προς τον ήλιο
τα αποδεικτικά στοιχεία της ζημιάς
που φθαρμένα απ’ το αλάτι λικνίζονται σ’ αυτή την ξεφτισμένη ομορφιά
τα πλευρά της καταστροφής
που καμπυλώνονται για να υψώσουν το ανάστημά τους
μεταξύ των διστακτικών θαμώνων.
Αυτό είναι το μέρος.
Κι εγώ είμαι εδώ, η γοργόνα με τα μαύρα μαλλιά
που κυματίζουν πίσω, ο γοργονάνδρας με τη μαύρη πανοπλία.
Κάνουμε κύκλους σιωπηλά
γύρω απ’ το ναυάγιο
βουτάμε μέσα στο αμπάρι.
Είμαι εκείνη: είμαι εκείνος
με το πνιγμένο πρόσωπο που κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά
με στήθη που φέρουν ακόμα την πίεση
με το ασημένιο, χάλκινο, επιχρυσωμένο φορτίο που κείτεται
αφανές μέσα σε βαρέλια
μισοχωμένα και παρατημένα να σαπίζουν
είμαστε τα μισοκαταστραμμένα όργανα
που κάποτε κρατούσαν την πορεία
τo θαλασσοφαγωμένο ημερολόγιο καταστρώματος
η χαλασμένη πυξίδα
Είμαστε, είμαι, είσαι
από δειλία ή από τόλμη
εκείνος που βρίσκει το δρόμο μας
πίσω σε αυτή εδώ τη σκηνή
κουβαλώντας ένα μαχαίρι, μια κάμερα
ένα βιβλίο μύθων
μέσα στο οποίο
τα ονόματά μας δεν εμφανίζονται.
~
Από τη συλλογή Κατάδυση στο Ναυάγιο: Ποιήματα 1971-1972
Από τη συλλογή Κατάδυση στο Ναυάγιο: Ποιήματα 1971-1972
απόδοση, παρουσίαση Μαργαρίτα Παπαγεωργίου