Το χέρι του ο θάνατος απλώνει
κ' ενός ενδόξου στρατηγού το μέτωπον αγγίζει.
Το βράδυ μια εφημερίς το νέον φανερώνει.
Το σπίτι του αρρώστου με πλήθος πολύ γεμίζει.
Εκείνον τον παρέλυσαν οι πόνοι
τα μέλη και την γλώσσα του. Το βλέμμα του γυρίζει
και ώρα πολλή σε πράγματα γνώριμα προσηλόνει.
Ατάραχος, τους παλαιούς ήρωας ενθυμίζει.
Απ' έξω - τον εσκέπασε σιγή κι' ακινησία.
Μέσα - τον σάπισεν ο φθόνος της ζωής, δειλία,
λέπρα ηδονική, μωρόν πείσμα, οργή, κακία.
Βαρυά βογγά. - Ξεψύχησε. - Θρηνεί κάθε πολίτου
φωνή· «Την πολιτεία μας ερήμαξ' η θανή του!
Αλοίμονον η Αρετή απέθανε μαζύ του!»
κ' ενός ενδόξου στρατηγού το μέτωπον αγγίζει.
Το βράδυ μια εφημερίς το νέον φανερώνει.
Το σπίτι του αρρώστου με πλήθος πολύ γεμίζει.
Εκείνον τον παρέλυσαν οι πόνοι
τα μέλη και την γλώσσα του. Το βλέμμα του γυρίζει
και ώρα πολλή σε πράγματα γνώριμα προσηλόνει.
Ατάραχος, τους παλαιούς ήρωας ενθυμίζει.
Απ' έξω - τον εσκέπασε σιγή κι' ακινησία.
Μέσα - τον σάπισεν ο φθόνος της ζωής, δειλία,
λέπρα ηδονική, μωρόν πείσμα, οργή, κακία.
Βαρυά βογγά. - Ξεψύχησε. - Θρηνεί κάθε πολίτου
φωνή· «Την πολιτεία μας ερήμαξ' η θανή του!
Αλοίμονον η Αρετή απέθανε μαζύ του!»
(1899)
~
Τα Ανέκδοτα (1877-1923)