Κάποια μέρα που εγείροταν περήφανα
της ψεύτικης ζωής το πανηγύρι
κ’ ένα σκληρό φως, άκαρπο βασίλευε
που αλλοιώνει τα πάντα και διεγείρει
μονάχα στη ζωή την πιο κοινή,
Το αναπάντητο ρώτημα με γέμισε
κ’ είδα με αμφιβολία και την ψυχή μου.
Τότε άνοιξε μιαν άβυσσο και κρύφτηκε
κ’ έμεινα, δίχως θλίψη, μοναχή μου
στην άσκοπη ζωή που δεν πονεί.
Και πέρασα έτσι. Τώρα που όλα κώπασαν
και του άλλου κόσμου το άγιο φως πλανιέται,
νοιώθω κάποια πνοή που έρχεται απόκοσμη
και δε μου κλαίει και δεν παραπονιέται
μόνο κρυφό σαν κάτι να κρατή.
Μου δείχνει το βραδάκι που όλο κ’ έρχεται
σα νάναι μια υπέρτατη καλωσύνη
και κάτι θέλει να μου πη, μα στέκεται.
λες κρύβει μια λαχτάρα, μια βιασύνη
σε κάποιο χαμογέλιο... νάναι αυτή;
της ψεύτικης ζωής το πανηγύρι
κ’ ένα σκληρό φως, άκαρπο βασίλευε
που αλλοιώνει τα πάντα και διεγείρει
μονάχα στη ζωή την πιο κοινή,
Το αναπάντητο ρώτημα με γέμισε
κ’ είδα με αμφιβολία και την ψυχή μου.
Τότε άνοιξε μιαν άβυσσο και κρύφτηκε
κ’ έμεινα, δίχως θλίψη, μοναχή μου
στην άσκοπη ζωή που δεν πονεί.
Και πέρασα έτσι. Τώρα που όλα κώπασαν
και του άλλου κόσμου το άγιο φως πλανιέται,
νοιώθω κάποια πνοή που έρχεται απόκοσμη
και δε μου κλαίει και δεν παραπονιέται
μόνο κρυφό σαν κάτι να κρατή.
Μου δείχνει το βραδάκι που όλο κ’ έρχεται
σα νάναι μια υπέρτατη καλωσύνη
και κάτι θέλει να μου πη, μα στέκεται.
λες κρύβει μια λαχτάρα, μια βιασύνη
σε κάποιο χαμογέλιο... νάναι αυτή;
~
Οι τρίλλιες που σβήνουν (1928)