Χλωμή αδελφούλα
η μέρα φτάνει
και στα ματάκια σου
ύπνος δε φάνη.
Τι σε παιδεύει
κ’ έχεις την όψη
σκληρή; σαν ανθός
που τώχουν κόψει;
Βλέπω η ματιά σου
που δε λυγάει.
Τι σκέψη τάχα
να κυνηγάη;
Χλωμή αδελφούλα
- μη με μαλώσης.
Δε θες τα χέρια
σε με ν’ απλώσης;
Άλλοτε – αχ, πόσο
δεν το ξεχάνω,
δω, στη μικρουλα
καρδιά μου πάνω
Το μέτωπό σου
μου εμπιστευόσουν
κ’ ήσουν γαλήνια
σα να κοιμώσουν
Κι’ αλλοτε... αχ, τότε
μ’ είχες ξεχάσει.
Έκλαιες σα νάχες
τα πάντα χάσει
Μα της χλωμάδας
η αρρώστεια φάνη
το μετωπάκι σου
σα στεφάνι
Σφίγγει ολοένα.
Πια δε θυμάσαι.
- Χλωμή αδελφούλα
πες μου, κοιμάσαι;
Για την αρρώστεια σου
λέω. Θαρρούσα
να την νικήσω
πως θα μπορούσα.
Ξέρω τι αγάπες
κλείνεις στα στήθια.
Θέλεις λουλούδια
και παραμύθια.
Κάποτε μούπες
θαρρώ, θλιμμένη,
για μια ψυχουλα
πώχεις χαμένη.
Κι’ αυτό θα σ’ έχει
πολύ απελπίσει.
Την είχες πιότερο
από με αγαπήσει;
Χλωμή αδελφούλα
πια τι με νοιάζει...
Αχ, η ματιά σου
πως σκοτεινιάζει.
Τα παγωμένα
χέρια σου, Θέ μου...
Δε σ’ είδα τόσο
χλωμή ποτέ μου...
Σήμερα κιόλα,
πριν βασιλέψη
θα πάω στον κήπο
πούχες φυτέψει.
Όλα για μένα
θα ξανανθίσουν.
Θάμαι θλιμμένη,
θα μ’ αγαπήσουν.
Και θα μου δώσουν
κάτι δικό τους.
Τη δροσοχάρη,
το μυστικό τους.
Και μια ιστορία
θάχη καθένα.
Θα την μιλήσουν
σιγά σε μένα.
Για μια ψυχούλα,
για το αγεράκι,
το κρύο σύννεφο
κακό γεράκι.
Και θα στα φέρω
μ’ ακούς; Νυστάζεις;
Σα να κοιμάσαι
κι’ όμως κυττάζεις
Κάπου. Κοιμήσου.
Το φως σιμώνει.
Χλωμή αδελφούλα
δεν είσαι μόνη.
Είμαι κοντά σου,
σε νανουρίζω.
Τα βασανά σου
πικρά γνωρίζω.
Μονάχα ο ύπνος
δε λέει «θυμήσου».
Χλωμή αδελφούλα
Φέγγει... κοιμήσου.
η μέρα φτάνει
και στα ματάκια σου
ύπνος δε φάνη.
Τι σε παιδεύει
κ’ έχεις την όψη
σκληρή; σαν ανθός
που τώχουν κόψει;
Βλέπω η ματιά σου
που δε λυγάει.
Τι σκέψη τάχα
να κυνηγάη;
Χλωμή αδελφούλα
- μη με μαλώσης.
Δε θες τα χέρια
σε με ν’ απλώσης;
Άλλοτε – αχ, πόσο
δεν το ξεχάνω,
δω, στη μικρουλα
καρδιά μου πάνω
Το μέτωπό σου
μου εμπιστευόσουν
κ’ ήσουν γαλήνια
σα να κοιμώσουν
Κι’ αλλοτε... αχ, τότε
μ’ είχες ξεχάσει.
Έκλαιες σα νάχες
τα πάντα χάσει
Μα της χλωμάδας
η αρρώστεια φάνη
το μετωπάκι σου
σα στεφάνι
Σφίγγει ολοένα.
Πια δε θυμάσαι.
- Χλωμή αδελφούλα
πες μου, κοιμάσαι;
Για την αρρώστεια σου
λέω. Θαρρούσα
να την νικήσω
πως θα μπορούσα.
Ξέρω τι αγάπες
κλείνεις στα στήθια.
Θέλεις λουλούδια
και παραμύθια.
Κάποτε μούπες
θαρρώ, θλιμμένη,
για μια ψυχουλα
πώχεις χαμένη.
Κι’ αυτό θα σ’ έχει
πολύ απελπίσει.
Την είχες πιότερο
από με αγαπήσει;
Χλωμή αδελφούλα
πια τι με νοιάζει...
Αχ, η ματιά σου
πως σκοτεινιάζει.
Τα παγωμένα
χέρια σου, Θέ μου...
Δε σ’ είδα τόσο
χλωμή ποτέ μου...
Σήμερα κιόλα,
πριν βασιλέψη
θα πάω στον κήπο
πούχες φυτέψει.
Όλα για μένα
θα ξανανθίσουν.
Θάμαι θλιμμένη,
θα μ’ αγαπήσουν.
Και θα μου δώσουν
κάτι δικό τους.
Τη δροσοχάρη,
το μυστικό τους.
Και μια ιστορία
θάχη καθένα.
Θα την μιλήσουν
σιγά σε μένα.
Για μια ψυχούλα,
για το αγεράκι,
το κρύο σύννεφο
κακό γεράκι.
Και θα στα φέρω
μ’ ακούς; Νυστάζεις;
Σα να κοιμάσαι
κι’ όμως κυττάζεις
Κάπου. Κοιμήσου.
Το φως σιμώνει.
Χλωμή αδελφούλα
δεν είσαι μόνη.
Είμαι κοντά σου,
σε νανουρίζω.
Τα βασανά σου
πικρά γνωρίζω.
Μονάχα ο ύπνος
δε λέει «θυμήσου».
Χλωμή αδελφούλα
Φέγγει... κοιμήσου.
~
Οι τρίλλιες που σβήνουν (1928)