Σε μέρη μακρυνά ο νους μου πιαίνει.
Στους δρόμους περπατώ της Ελσινόρης,
γυρίζω σταις πλατείαις, και θυμούμαι
την θλιβερώτατη την ιστορία,
τον άτυχον εκείνον βασιλέα,
που τον εσκότωσεν ο ανεψιός του
για κατ' ιδανικαίς του υποψίαις.
Σ' όλα τα σπίτια των πτωχών ανθρώπων
κρυφά (γιατί τον Φορτιμπράς φοβούνταν)
τον έκλαψαν. Φιλήσυχος και πράος
ήταν· και την ειρήνην αγαπούσε
(πολλά ο τόπος είχεν υποφέρει
από του προκατόχου του ταις μάχαις).
Ευγενικά εφέρνονταν προς όλους,
μεγάλους και μικρούς. Αυθαιρεσίαις
εχθρεύονταν, και συμβουλές ζητούσε
στου βασιλείου τες υποθέσεις πάντα
από ανθρώπους σοβαρούς κ' εμπείρους.
Γιατί τον σκότωσεν ο ανεψιός του
με θετικότητα ποτέ δεν είπαν.
Τον υπωπτεύετο για έναν φόνο.
Της υποψίας του η βάσις ήταν
που σαν μια νύχτα περπατούσε επάνω
σ' έναν απ' τους αρχαίους προμαχώνας,
εθάρρεψε πως είδεν ένα φάσμα
και με το φάσμα έκαμ' ομιλία.
Και τάχα κάποιαις έμαθ' απ' το φάσμα
κατηγορίαις για τον βασιλέα.
Θα ήταν έξαψις της φαντασίας
βεβαίως και των οφθαλμών απάτη.
(Ο πρίγκηψ ήταν νευρικός εις άκρον.
Σαν σπούδαζε στο Βίττεμπεργκ τον είχαν
για μανιακό πολλοί συμμαθηταί του).
Ολίγαις 'μέραις έπειτα επήγεν
εις της μητέρας του να ομιλήσουν
για μερικά οικογενειακά των. Κ' αίφνης
εκεί που ομιλούσε παρεφέρθη
κι' άρχισε να βοά, να ξεφωνίζη
πώς φάνηκε το φάσμα εμπροστά του.
Πλην τίποτ' η μητέρα του δεν είδε.
Και την ιδία μέρα έναν γέρον
άρχοντα σκότωσε χωρίς αιτία.
Καθώς επρόκειτο να πάγη ο πρίγκηψ
εις την Αγγλία σε μια δύο ημέραις
ο βασιλεύς επέσπευσ' άρον, άρον
τον πηγαιμό του για να τον γλυτώση.
Πλην τόσο αγανάκτησεν ο κόσμος
για την φρικτότατη δολοφονία
που εσηκώθηκαν επαναστάται
και γύρευαν του παλατιού ταις πόρταις
να σπάσουν με τον υιό του σκοτωμένου
τον άρχοντα Λαέρτη (έναν νέον
ανδρείο, και φιλόδοξον επίσης·
στην ταραχή «Ο Βασιλεύς Λαέρτης
ζήτω!» εφώναξαν κάποιοι του φίλοι).
Σαν έπειτα ησύχασεν ο τόπος
κι' ο βασιλεύς ξαπλώθηκε στον τάφο
από τον ανεψιό του σκοτωμένος
(ο πρίγκηψ στην Αγγλία δεν επήγε·
στον δρόμο ξέφυγεν από το πλοίο),
ένας Ωράτιος βγήκε στην μέση
κ' εγύρεψε με κάτι εξιστορήσεις
τον πρίγκηπα να δικαιολογήση.
Είπε πως το ταξείδι της Αγγλίας
ήταν επιβουλή κρυφή κ' εδόθη
διαταγή εκεί να τον σκοτώσουν.
(Αυτό όμως καθαρά δεν απεδείχθη).
Είπε και για κρασί φαρμακευμένο,
φαρμακευμένο απ' τον βασιλέα.
Τώπε, είν' αλήθεια, κι' ο Λαέρτης τούτο.
Πλην δεν εψεύσθη; πλην δεν απατήθη;
Και πότε τώπε; Όταν πληγωμένος
εξέπνεε κ' εγύριζεν ο νους του
και φαίνονταν σαν να παραμιλούσε.
Όσο για τα φαρμακευμένα όπλα
κατόπι φάνηκε πως το φαρμάκι
δεν τώβαλλεν ο βασιλεύς καθόλου,
μονάχος του τώβαλλεν ο Λαέρτης.
Αλλά ο Ωράτιος εις την ανάγκη
έβγαζε και το φάσμα μαρτυρία.
Το φάσμα είπε τούτο, είπ' εκείνο!
Το φάσμα έκαμεν αυτό κ' εκείνο!
Γι' αυτά, ενώ τον άκουαν να λέγη,
οι πιο πολλοί μες στην συνείδησί των
λυπούνταν τον καλό τον βασιλέα
που με φαντάσματα και παραμύθια
άδικα τον εσκότωσαν, και πήγε.
Όμως ο Φορτιμπράς, που ωφελήθη
κι' απέκτησ' εύκολα την εξουσία,
κύρος πολύ και προσοχή μεγάλη
έδιδεν εις τα λόγια του Ωρατίου.
Στους δρόμους περπατώ της Ελσινόρης,
γυρίζω σταις πλατείαις, και θυμούμαι
την θλιβερώτατη την ιστορία,
τον άτυχον εκείνον βασιλέα,
που τον εσκότωσεν ο ανεψιός του
για κατ' ιδανικαίς του υποψίαις.
Σ' όλα τα σπίτια των πτωχών ανθρώπων
κρυφά (γιατί τον Φορτιμπράς φοβούνταν)
τον έκλαψαν. Φιλήσυχος και πράος
ήταν· και την ειρήνην αγαπούσε
(πολλά ο τόπος είχεν υποφέρει
από του προκατόχου του ταις μάχαις).
Ευγενικά εφέρνονταν προς όλους,
μεγάλους και μικρούς. Αυθαιρεσίαις
εχθρεύονταν, και συμβουλές ζητούσε
στου βασιλείου τες υποθέσεις πάντα
από ανθρώπους σοβαρούς κ' εμπείρους.
Γιατί τον σκότωσεν ο ανεψιός του
με θετικότητα ποτέ δεν είπαν.
Τον υπωπτεύετο για έναν φόνο.
Της υποψίας του η βάσις ήταν
που σαν μια νύχτα περπατούσε επάνω
σ' έναν απ' τους αρχαίους προμαχώνας,
εθάρρεψε πως είδεν ένα φάσμα
και με το φάσμα έκαμ' ομιλία.
Και τάχα κάποιαις έμαθ' απ' το φάσμα
κατηγορίαις για τον βασιλέα.
Θα ήταν έξαψις της φαντασίας
βεβαίως και των οφθαλμών απάτη.
(Ο πρίγκηψ ήταν νευρικός εις άκρον.
Σαν σπούδαζε στο Βίττεμπεργκ τον είχαν
για μανιακό πολλοί συμμαθηταί του).
Ολίγαις 'μέραις έπειτα επήγεν
εις της μητέρας του να ομιλήσουν
για μερικά οικογενειακά των. Κ' αίφνης
εκεί που ομιλούσε παρεφέρθη
κι' άρχισε να βοά, να ξεφωνίζη
πώς φάνηκε το φάσμα εμπροστά του.
Πλην τίποτ' η μητέρα του δεν είδε.
Και την ιδία μέρα έναν γέρον
άρχοντα σκότωσε χωρίς αιτία.
Καθώς επρόκειτο να πάγη ο πρίγκηψ
εις την Αγγλία σε μια δύο ημέραις
ο βασιλεύς επέσπευσ' άρον, άρον
τον πηγαιμό του για να τον γλυτώση.
Πλην τόσο αγανάκτησεν ο κόσμος
για την φρικτότατη δολοφονία
που εσηκώθηκαν επαναστάται
και γύρευαν του παλατιού ταις πόρταις
να σπάσουν με τον υιό του σκοτωμένου
τον άρχοντα Λαέρτη (έναν νέον
ανδρείο, και φιλόδοξον επίσης·
στην ταραχή «Ο Βασιλεύς Λαέρτης
ζήτω!» εφώναξαν κάποιοι του φίλοι).
Σαν έπειτα ησύχασεν ο τόπος
κι' ο βασιλεύς ξαπλώθηκε στον τάφο
από τον ανεψιό του σκοτωμένος
(ο πρίγκηψ στην Αγγλία δεν επήγε·
στον δρόμο ξέφυγεν από το πλοίο),
ένας Ωράτιος βγήκε στην μέση
κ' εγύρεψε με κάτι εξιστορήσεις
τον πρίγκηπα να δικαιολογήση.
Είπε πως το ταξείδι της Αγγλίας
ήταν επιβουλή κρυφή κ' εδόθη
διαταγή εκεί να τον σκοτώσουν.
(Αυτό όμως καθαρά δεν απεδείχθη).
Είπε και για κρασί φαρμακευμένο,
φαρμακευμένο απ' τον βασιλέα.
Τώπε, είν' αλήθεια, κι' ο Λαέρτης τούτο.
Πλην δεν εψεύσθη; πλην δεν απατήθη;
Και πότε τώπε; Όταν πληγωμένος
εξέπνεε κ' εγύριζεν ο νους του
και φαίνονταν σαν να παραμιλούσε.
Όσο για τα φαρμακευμένα όπλα
κατόπι φάνηκε πως το φαρμάκι
δεν τώβαλλεν ο βασιλεύς καθόλου,
μονάχος του τώβαλλεν ο Λαέρτης.
Αλλά ο Ωράτιος εις την ανάγκη
έβγαζε και το φάσμα μαρτυρία.
Το φάσμα είπε τούτο, είπ' εκείνο!
Το φάσμα έκαμεν αυτό κ' εκείνο!
Γι' αυτά, ενώ τον άκουαν να λέγη,
οι πιο πολλοί μες στην συνείδησί των
λυπούνταν τον καλό τον βασιλέα
που με φαντάσματα και παραμύθια
άδικα τον εσκότωσαν, και πήγε.
Όμως ο Φορτιμπράς, που ωφελήθη
κι' απέκτησ' εύκολα την εξουσία,
κύρος πολύ και προσοχή μεγάλη
έδιδεν εις τα λόγια του Ωρατίου.
(1899)
~
Τα Ανέκδοτα (1877-1923)