Στάσου μπροστά μου, μήπως καμμιά αχτίδα
του ήλιου με φτάση.
Πάνω στην αδυσώπητη θωριά σου
θα χτυπήση, θα σπάση.
Στα ξέσαρκα, κατάχλωμά σου χέρια
με πίστη κράτει
τη γραφτή καταδίκη μου με εικόνες
μαρτυριών γεμάτη.
Σε αναγνωρίζω, Δήμιε της ζωής μου
φριχτά κάθε ώρα.
Και πιο πολύ το ανώφελο κορμί μου
που παραστέκεις τώρα.
Μα έτσι θα γίνη. Δε θα πολεμήσω
συ θ’ αληθέψης.
Κι’ ύστερα τρόπαιο στη νεκρή καρδιά μου
το σκήπτρο σου θα φυτέψης.
του ήλιου με φτάση.
Πάνω στην αδυσώπητη θωριά σου
θα χτυπήση, θα σπάση.
Στα ξέσαρκα, κατάχλωμά σου χέρια
με πίστη κράτει
τη γραφτή καταδίκη μου με εικόνες
μαρτυριών γεμάτη.
Σε αναγνωρίζω, Δήμιε της ζωής μου
φριχτά κάθε ώρα.
Και πιο πολύ το ανώφελο κορμί μου
που παραστέκεις τώρα.
Μα έτσι θα γίνη. Δε θα πολεμήσω
συ θ’ αληθέψης.
Κι’ ύστερα τρόπαιο στη νεκρή καρδιά μου
το σκήπτρο σου θα φυτέψης.
~
Ηχώ στο Χάος (1929)