Αγγίζουμε τη νύχτα με τα χέρια
στύβοντας το σκοτάδι ανάμεσα στα δάχτυλα,
πασπατεύοντάς τo όπως το δέρμα ενός μαύρου πρόβατος.
Έχουμε εγκαταλειφθεί στην απουσία της αγάπης,
στην ανία του να ζούμε συλλέγοντας ώρες στο κενό,
στις μέρες που αφήνονται να περάσουν και ξαναεπαναλαμβάνονται,
ανούσιες,
δίχως ίχνη, μήτε ήλιο, μήτε ακτινοβόλες εκρήξεις φωτεινότητας.
Έχουμε εγκαλειφθεί επίπονα στη μοναξιά,
νιώθοντας την ανάγκη της αγάπης κάτω από τα νύχια μας,
το κενό ενός διατρητικού στο στήθος,
την ανάμνηση και το θόρυβο σαν μέσα σε σαλιγκάρι
που έχει ζήσει πια υπερβολικά σε γυάλα πόλης
και μόλις που φέρνει της ηχώ της θάλασσας στο λαβύρινθό του από όστρακο.
Πώς θα αιχμαλωτίσουμε ξανά το χρόνο;
Να του παρεμβάλλουμε το δυνατό σώμα της επιθυμίας και την αγωνία,
να τον κάνουμε να υποχωρήσει ταπεινωμένος
από τη δική μας ακλόνητη απόφαση;
Μα... ποιος ξέρει αν θα μπορέσουμε να αιχμαλωτίσουμε ξανά τη στιγμή
που χάσαμε.
Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το παρελθόν
όταν πια ίσως να μην είμαστε οι ίδιοι,
όταν πια ίσως θα έχουμε ξεχάσει
το όνομα της οδού
όπου
κάποτε
μπορέσαμε
να συναντηθούμε.
στύβοντας το σκοτάδι ανάμεσα στα δάχτυλα,
πασπατεύοντάς τo όπως το δέρμα ενός μαύρου πρόβατος.
Έχουμε εγκαταλειφθεί στην απουσία της αγάπης,
στην ανία του να ζούμε συλλέγοντας ώρες στο κενό,
στις μέρες που αφήνονται να περάσουν και ξαναεπαναλαμβάνονται,
ανούσιες,
δίχως ίχνη, μήτε ήλιο, μήτε ακτινοβόλες εκρήξεις φωτεινότητας.
Έχουμε εγκαλειφθεί επίπονα στη μοναξιά,
νιώθοντας την ανάγκη της αγάπης κάτω από τα νύχια μας,
το κενό ενός διατρητικού στο στήθος,
την ανάμνηση και το θόρυβο σαν μέσα σε σαλιγκάρι
που έχει ζήσει πια υπερβολικά σε γυάλα πόλης
και μόλις που φέρνει της ηχώ της θάλασσας στο λαβύρινθό του από όστρακο.
Πώς θα αιχμαλωτίσουμε ξανά το χρόνο;
Να του παρεμβάλλουμε το δυνατό σώμα της επιθυμίας και την αγωνία,
να τον κάνουμε να υποχωρήσει ταπεινωμένος
από τη δική μας ακλόνητη απόφαση;
Μα... ποιος ξέρει αν θα μπορέσουμε να αιχμαλωτίσουμε ξανά τη στιγμή
που χάσαμε.
Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το παρελθόν
όταν πια ίσως να μην είμαστε οι ίδιοι,
όταν πια ίσως θα έχουμε ξεχάσει
το όνομα της οδού
όπου
κάποτε
μπορέσαμε
να συναντηθούμε.
Η Τζιοκόντα Μπέλι (1948) είναι Νικαραγουανή ποιήτρια, μυθιστοριογράφος
και πολιτική ακτιβίστρια, ιταλικής καταγωγής. Συμμετείχε στη
Νικαραγουανή Επανάσταση σε νεαρή ηλικία και κατείχε σημαντικά αξιώματα
στο επαναστατικό κόμμα των Σαντινίστας, απ’ το οποίο όμως απεχώρησε το
1993 λόγω διαφωνίας με τον χαρακτήρα που αυτό είχε αποκτήσει, μα και για
ν’ αφιερωθεί στη συγγραφή. Η ποίηση και τα μυθιστορήματά της έχουν
βραβευθεί επανειλημμένα, και η ίδια θεωρείται απ’ τους σημαντικότερους
συγγραφείς της κεντρικής Αμερικής. Είναι παντρεμένη κι έχει τέσσερα
παιδιά.