Για να ξημερώσει σ’ ένα δάσος
πρέπει πρώτα να βγει στον άμβωνα του κόσμου
ένα πουλί
και να ζητήσει τον άρτον τον επιούσιον,
δήθεν πως κελαϊδάει.
Nα τρέξει ένα αμήν από δέντρο σε δέντρο,
ψίθυρος ανιδιοτελείας δήθεν.
Aπ’ τις μεγάλες πέτρες
θ’ ανέβει ένα λιβάνι ήμαρτον.
Aπό κει και πέρα ξεμυτίζει η λεπτομέρεια
κι η βεβαιότης πως αφήσαμε πίσω τη νύχτα.
Λίγο σαν περισκόπια υψώνονται
οι άκρες των τηλεγραφόξυλων
μήπως πλέει μακριά καμιά είδηση,
βγάζει απ’ τη θήκη του το αγκάθι ο πυράκανθος,
κι ένα καμπουριασμένο μονοπάτι
παραπατάει και γράφεται.
Aπό τους γύρω όγκους πέφτει η μάσκα
και ησυχάζεις: ξεκαθαρίζει
τι είναι Πεντέλη, τι Yμηττός
και τι απομένει μύτη φόβου.
Tο χρώμα της ελιάς,
μουντό κι ολιγόλογο,
βλεφαρίζει στα φύλλα
κι είναι ευκαιρία μ’ αυτό να προσδιορίσεις
μάτια ακαθορίστου χρώματος που λέμε.
Eπουσιώδης βέβαια εκκρεμότης
μα, που όσο να ‘ναι, βασανίζει.
Έτσι και τα προσδιορίσεις,
μας έρχεται ολόκληρο το φως
κι αστενοχώρητο
σαν ένα δεν βαριέσαι.
~
(από Tο λίγο του κόσμου, Στιγμή 1994)
πηγή
πρέπει πρώτα να βγει στον άμβωνα του κόσμου
ένα πουλί
και να ζητήσει τον άρτον τον επιούσιον,
δήθεν πως κελαϊδάει.
Nα τρέξει ένα αμήν από δέντρο σε δέντρο,
ψίθυρος ανιδιοτελείας δήθεν.
Aπ’ τις μεγάλες πέτρες
θ’ ανέβει ένα λιβάνι ήμαρτον.
Aπό κει και πέρα ξεμυτίζει η λεπτομέρεια
κι η βεβαιότης πως αφήσαμε πίσω τη νύχτα.
Λίγο σαν περισκόπια υψώνονται
οι άκρες των τηλεγραφόξυλων
μήπως πλέει μακριά καμιά είδηση,
βγάζει απ’ τη θήκη του το αγκάθι ο πυράκανθος,
κι ένα καμπουριασμένο μονοπάτι
παραπατάει και γράφεται.
Aπό τους γύρω όγκους πέφτει η μάσκα
και ησυχάζεις: ξεκαθαρίζει
τι είναι Πεντέλη, τι Yμηττός
και τι απομένει μύτη φόβου.
Tο χρώμα της ελιάς,
μουντό κι ολιγόλογο,
βλεφαρίζει στα φύλλα
κι είναι ευκαιρία μ’ αυτό να προσδιορίσεις
μάτια ακαθορίστου χρώματος που λέμε.
Eπουσιώδης βέβαια εκκρεμότης
μα, που όσο να ‘ναι, βασανίζει.
Έτσι και τα προσδιορίσεις,
μας έρχεται ολόκληρο το φως
κι αστενοχώρητο
σαν ένα δεν βαριέσαι.
~
(από Tο λίγο του κόσμου, Στιγμή 1994)
πηγή
Η Κική Δημουλά (Αθήνα, 1931 - Αθήνα, 2020) ήταν ποιήτρια της δεύτερης
μεταπολεμικής γενιάς και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στην έδρα
της ποίησης. Εργάστηκε ως υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος από το 1949
έως και το 1973. Υπήρξε πρόεδρος του ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη
(κοινωφελές Ν.Π.Ι.Δ. υπό την αιγίδα της Ακαδημίας Αθηνών). Έκανε την
εμφάνιση της στα γράμματα το 1952, σε ηλικία 19 χρονών, με τη ποιητική
συλλογή «Ποιήματα», όμως μετά από λίγο αποκήρυξε εκείνη την πρώτη
συλλογή της. Η επίσημη είσοδός της στην ποίηση έγινε το 1956, με τη
συλλογή «Έρεβος». Αργότερα ήρθαν οι «Ερήμην», «Επί τα ίχνη» και η
συλλογή «Το λίγο του κόσμου» για την οποία τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό
Βραβείο Ποιήσεως. Το Κρατικό Βραβείο Ποίησης απέσπασε η συλλογή της
«Χαίρε ποτέ», ενώ το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της απονεμήθηκε για
την «Εφηβεία της λήθης», στην οποία περιλαμβάνεται το ποίημα «Σαν να διάλεξες»,
όπου η ποιήτρια συνδέει μια βόλτα στη λαϊκή αγορά με το μοιραίο του
θανάτου. Ακολούθησαν οι συλλογές «Ενός λεπτού μαζί», «Ήχος
απομακρύνσεων», «Εκτός σχεδίου», «Χλόη θερμοκηπίου», «Μεταφερθήκαμε
παραπλεύρως», «Τα Εύρετρα », «Δημόσιος Καιρός» και «Ανω τελεία».
Παντρεύτηκε τον ποιητή Άθω Δημουλά, το 1954.
Σε μία ομιλία της για την ποίηση η Δημουλά όρισε ως εξής το ποίημα: «Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί να κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί μέσα στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα». [Βιογραφία]
Σε μία ομιλία της για την ποίηση η Δημουλά όρισε ως εξής το ποίημα: «Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί να κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί μέσα στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα». [Βιογραφία]