Πως με κυττάς έτσι γλυκά, νέο μου ανθάκι χαρωπό!
Δείχνεις όλες τις χάρες σου σε με και δε φοβάσαι;
Αχ! έχω την καρδιά βαριά... μα δε θα σου το πω
γιατί, κάλλιο ασυλλόγιστο κι’ ευτυχισμένο νάσαι.
Πως με κυττάς έτσι γλυκά... συ, τόσο νέο και χαρωπό;
Τρέμει η καρδιά μου μια στιγμή σαν κάτι να προσμένω...
Αλλοί! έχω βάρος στην καρδιά. Μα δε θα σου το πω
γιατί, κάλλιο ασυλλόγιστο νάσαι κ’ ευτυχισμένο.
Με τρώει η έγνοια να σταθώ κοντά σου μια στιγμούλα
και την καρδιά μου στη γλυκιά σου μελωδία να λούσω.
Με καίει ο πόθος, σκύβοντας πάνω σου σα βεργούλα
του φράχτη, τον τρελλό παλμό της νειας σου ζωής ν’ ακούσω.
Τολμώ τ’ άσωτα χέρια μου κάποια στιγμή ν’ απλώσω
τα θελκτικά σου χρώματα στην όψη σου ν’ αγγίσω
μα κάτι, σα να μη μπορώ κει που είσαι να σε σώσω
κάνει βαριά τα χέρια μου κάτω να πέφτουν πίσω.
Δείχνεις όλες τις χάρες σου σε με και δε φοβάσαι;
Αχ! έχω την καρδιά βαριά... μα δε θα σου το πω
γιατί, κάλλιο ασυλλόγιστο κι’ ευτυχισμένο νάσαι.
Πως με κυττάς έτσι γλυκά... συ, τόσο νέο και χαρωπό;
Τρέμει η καρδιά μου μια στιγμή σαν κάτι να προσμένω...
Αλλοί! έχω βάρος στην καρδιά. Μα δε θα σου το πω
γιατί, κάλλιο ασυλλόγιστο νάσαι κ’ ευτυχισμένο.
Με τρώει η έγνοια να σταθώ κοντά σου μια στιγμούλα
και την καρδιά μου στη γλυκιά σου μελωδία να λούσω.
Με καίει ο πόθος, σκύβοντας πάνω σου σα βεργούλα
του φράχτη, τον τρελλό παλμό της νειας σου ζωής ν’ ακούσω.
Τολμώ τ’ άσωτα χέρια μου κάποια στιγμή ν’ απλώσω
τα θελκτικά σου χρώματα στην όψη σου ν’ αγγίσω
μα κάτι, σα να μη μπορώ κει που είσαι να σε σώσω
κάνει βαριά τα χέρια μου κάτω να πέφτουν πίσω.
~
Οι τρίλλιες που σβήνουν (1928)