Ένα μεγάλο, θαλερό Δάσος και με η ψυχή μου.
Λίγος ο δρόμος ως εκεί, καθώς έχεις σιμώσει.
Μονάχα μην αργοπορής μην τύχει και νυχτώσει
και δε σε ιδούν τα μάτια μου και μείνω μοναχή μου.
Εκεί τα δέντρα είναι ψηλά καθώς οι στοχασμοί μου.
Η χλόη πάνω στις πίκρες μου γλυκιά ’πο χάδια στρώση
κ’ ένα λουλούδι φλογερό μονάχα ανθίζει, η ευχή μου
νάρθης εκεί με όλη σου την κυνηγήτρα γνώση.
Θα σε μεθύση η μυρωδιά και δε θ’ ακούς τι ψάλλουν
κρυφά, καθώς ερωτικά τρυγόνια τα όνειρά μου,
μα πληγωμένα και νεκρά μπροστά σου σαν προβάλλουν,
Θα ειπής βαθιά σου ψάχνοντας τότε, πούνε η χαρά μου;
Κι’ όπως θα βλέπης γύρω σου, βουβά και λυπημένα
θα γίνης όνειρο, καημός, τραγούδι εσύ για μένα.
Γιατί να ξανοιχτής μακριά στο ανήμερο το Δάσο;
Μία αυγή σιμά μου πέρασες με τ’ όπλο στο πλευρό
γίγαντας. Σε καμάρωσα και δε θα το ξεχάσω
καθώς όλα χαιρέτιζε το βλέμμα σου το ιλαρό.
Γιατί να ξανοιχτής μακριά στο ανήμερο το Δάσο;
Χίλιες κορφές σου νεύανε γλυκά. οι φραγές χορό
στέναν ολάνθιστες για ν’ αντικόψουν – «Θα περάσω!»
τρύπαε η ματιά σου πύρινη και πέφτανε σωρό.
Ποια ρεματιά σε δέχτηκε στη βλαστερή αγκαλιά της
ωραίο πουλάκι αμέριμνο κι’ αδικοσκοτωμένο;
Ποια την πληγή σου δρόσισε με τη δροσοσταλιά της
Φτωχή πηγούλα; Ποιο δέντρο σου γίνη εμπιστεμένο
κι’ άκουσε τις στερνές στιγμές γερτό προς τη ματιά σου
την εκατομαντάλωτη ν’ ανοίγης πια καρδιά σου;
Οι παπαρούνες άνθισαν ξανά. Στα ίδια μέρη
τις έκοψα γεμίζοντας, ως τότε, την αγκάλη.
Μονάχα τώρα θλιβερό κι’ αν έστηνα καρτέρι
δε σ’ είδα ξάφνου πλάι μου να προσπερνάς και πάλι.
Το Δάσος σιγαλότατο στο λαύρο μεσημέρι,
τις λεύκες τις γλυκόλογες με τα γιγάντια κάλλη,
μ’ απ’ όλα το σπιτάκι σου – καημό που μούχει φέρει,
το βρήκα δίχως σένανε και δίχως ελπίδα άλλη
Να σε ξανάβρω – θάσωνα να καρτεράω χρόνια.
Κ’ έκλαψα. μα θυμήθηκα στερνά που ξεκινούσες
με συνοδεία μουσική τα δέντρα και ταηδόνια
Με τη ματιά νοσταλγικιά στα γύρω που σκορπούσες
και στην καρδιά μου σ’ έκλεισα, με σε να χαιρετήσω
όλα που μ’ έκανες εσύ να ιδώ και ν’ αγαπήσω.
Πως να σας πω; Σας θέλω ανθούς δροσάτα παληκάρια,
τώρα καθώς απλώνεται η απαλή
λίμνη η καρδιά μου ανήσκιωτη, διάφανη και καθάρια
καθρεφτισμένες μέσα της τις όψεις σας να κλη.
Ωραία χαρά σα γέρνετε καθένα το κεφάλι
προς την καρδιά μου ανύποπτα, καθώς
σας λούζει με τα ξωτικά, μ’ όλα τα πλάνα κάλλη
του ονείρου μου το μυστικό και το γαλήνιο φως.
Λίγος ο δρόμος ως εκεί, καθώς έχεις σιμώσει.
Μονάχα μην αργοπορής μην τύχει και νυχτώσει
και δε σε ιδούν τα μάτια μου και μείνω μοναχή μου.
Εκεί τα δέντρα είναι ψηλά καθώς οι στοχασμοί μου.
Η χλόη πάνω στις πίκρες μου γλυκιά ’πο χάδια στρώση
κ’ ένα λουλούδι φλογερό μονάχα ανθίζει, η ευχή μου
νάρθης εκεί με όλη σου την κυνηγήτρα γνώση.
Θα σε μεθύση η μυρωδιά και δε θ’ ακούς τι ψάλλουν
κρυφά, καθώς ερωτικά τρυγόνια τα όνειρά μου,
μα πληγωμένα και νεκρά μπροστά σου σαν προβάλλουν,
Θα ειπής βαθιά σου ψάχνοντας τότε, πούνε η χαρά μου;
Κι’ όπως θα βλέπης γύρω σου, βουβά και λυπημένα
θα γίνης όνειρο, καημός, τραγούδι εσύ για μένα.
Γιατί να ξανοιχτής μακριά στο ανήμερο το Δάσο;
Μία αυγή σιμά μου πέρασες με τ’ όπλο στο πλευρό
γίγαντας. Σε καμάρωσα και δε θα το ξεχάσω
καθώς όλα χαιρέτιζε το βλέμμα σου το ιλαρό.
Γιατί να ξανοιχτής μακριά στο ανήμερο το Δάσο;
Χίλιες κορφές σου νεύανε γλυκά. οι φραγές χορό
στέναν ολάνθιστες για ν’ αντικόψουν – «Θα περάσω!»
τρύπαε η ματιά σου πύρινη και πέφτανε σωρό.
Ποια ρεματιά σε δέχτηκε στη βλαστερή αγκαλιά της
ωραίο πουλάκι αμέριμνο κι’ αδικοσκοτωμένο;
Ποια την πληγή σου δρόσισε με τη δροσοσταλιά της
Φτωχή πηγούλα; Ποιο δέντρο σου γίνη εμπιστεμένο
κι’ άκουσε τις στερνές στιγμές γερτό προς τη ματιά σου
την εκατομαντάλωτη ν’ ανοίγης πια καρδιά σου;
Οι παπαρούνες άνθισαν ξανά. Στα ίδια μέρη
τις έκοψα γεμίζοντας, ως τότε, την αγκάλη.
Μονάχα τώρα θλιβερό κι’ αν έστηνα καρτέρι
δε σ’ είδα ξάφνου πλάι μου να προσπερνάς και πάλι.
Το Δάσος σιγαλότατο στο λαύρο μεσημέρι,
τις λεύκες τις γλυκόλογες με τα γιγάντια κάλλη,
μ’ απ’ όλα το σπιτάκι σου – καημό που μούχει φέρει,
το βρήκα δίχως σένανε και δίχως ελπίδα άλλη
Να σε ξανάβρω – θάσωνα να καρτεράω χρόνια.
Κ’ έκλαψα. μα θυμήθηκα στερνά που ξεκινούσες
με συνοδεία μουσική τα δέντρα και ταηδόνια
Με τη ματιά νοσταλγικιά στα γύρω που σκορπούσες
και στην καρδιά μου σ’ έκλεισα, με σε να χαιρετήσω
όλα που μ’ έκανες εσύ να ιδώ και ν’ αγαπήσω.
Πως να σας πω; Σας θέλω ανθούς δροσάτα παληκάρια,
τώρα καθώς απλώνεται η απαλή
λίμνη η καρδιά μου ανήσκιωτη, διάφανη και καθάρια
καθρεφτισμένες μέσα της τις όψεις σας να κλη.
Ωραία χαρά σα γέρνετε καθένα το κεφάλι
προς την καρδιά μου ανύποπτα, καθώς
σας λούζει με τα ξωτικά, μ’ όλα τα πλάνα κάλλη
του ονείρου μου το μυστικό και το γαλήνιο φως.
~
Οι τρίλλιες που σβήνουν (1928)