Ω, τα χρυσά σου τα μαλλιά, που πέφτουνε
σ’ ένα λαιμό κρινόλευκο,
αχτίδες μού θυμίζουνε ολόλαμπρες
που στ’ άσπρο χιόνι χύνονται.
Και τη φωνή π’ αργοκυλά κρυστάλλινη
σ’ ένα λαιμό κρινόλευκο,
αχτίδες μού θυμίζουνε ολόλαμπρες
που στ’ άσπρο χιόνι χύνονται.
Και τη φωνή π’ αργοκυλά κρυστάλλινη
σαν μουσική αιθέρια,
ποιά μούσα μαγεμένη σού τη χάρισε;
ποιά ξωτική νεράιδα;
Τα δροσερά σου χείλη τα κεράσινα
π’ ανοίγουν σε χαμόγελο,
τί ηδονή όταν κολλούν στο στόμα μου
σ’ ένα φιλί ατέλειωτο!
Ω, δέξου με, γλυκιά μου, στην αγκάλη σου
που μοιάζει με παράδεισο,
και με το νέκταρ του φιλιού σου πότισε
τα διψασμένα χείλη μου.
~
Εφηβικοί στίχοι (1913‒1916)
ποιά μούσα μαγεμένη σού τη χάρισε;
ποιά ξωτική νεράιδα;
Τα δροσερά σου χείλη τα κεράσινα
π’ ανοίγουν σε χαμόγελο,
τί ηδονή όταν κολλούν στο στόμα μου
σ’ ένα φιλί ατέλειωτο!
Ω, δέξου με, γλυκιά μου, στην αγκάλη σου
που μοιάζει με παράδεισο,
και με το νέκταρ του φιλιού σου πότισε
τα διψασμένα χείλη μου.
~
Εφηβικοί στίχοι (1913‒1916)