Κρατιέμαι στο κατώφλι της ζωής
και του θανάτου
τα μάτια χαμηλά
και τα χέρια μου άδεια
κιʼ η θάλασσα
πʼ ακούω τη βουή της
είναι θάλασσα
πού ποτέ δεν παραδίνει
τους πνιγμένους της.
Και πάνε να ρημάξουν
την ψυχή μου
όταν λείψω
να πουλήσουν στο σφυρί
τα γκρεμισμένα μου όνειρα
Να πού κιόλας τα λόγια μου
ξεραίνονται σαν το φύλλο
στο υγρό μου χείλος.
και του θανάτου
τα μάτια χαμηλά
και τα χέρια μου άδεια
κιʼ η θάλασσα
πʼ ακούω τη βουή της
είναι θάλασσα
πού ποτέ δεν παραδίνει
τους πνιγμένους της.
Και πάνε να ρημάξουν
την ψυχή μου
όταν λείψω
να πουλήσουν στο σφυρί
τα γκρεμισμένα μου όνειρα
Να πού κιόλας τα λόγια μου
ξεραίνονται σαν το φύλλο
στο υγρό μου χείλος.