Ο ήλιος, σιγά σιγά, προβάλλοντας μέσ΄ απ΄ την πάχνη,
χρυσώνει το παλιό κάστρο και το απάνου μέρος των καταρτιών,
και ρίχνοντας το δίχτυ του απάνου στα σκοτεινά κύματα,
κάνει τη θάλασσα όλη να σπιθοβολεί μέσ’ τους ασημένιους του βρόχους.
Να, που αναδίνουν τώρα, αγγιγμένες από μια μακρινήν αχτίδα,
μαρμάρινες στοές και χτίρια·
και ο αψύς αέρας σε κάνει να νείρεσαι κάποιες περιπέτειες,
μέσ’ τη λεπτή και καθάρια λάμψη του πρωιού.
Η απλωτή σημαία κυματίζει απάνου στο Ναύσταθμο,
και κάποια παιδάκια, ξαναμμένα απ΄ το τρελλό παιχνίδι,
κάνουν να κουδουνίζουν με το τρέξιμό τους οι χαλκάδες του γέρικου του τοίχου.
Και την ώρ΄ αυτήν, ένα ωραίο πλοίο, χρωματισμένο όλο, πορφυρό και γαλανό,
χοροπηδώντας κι αλαφρύ στον ηχηρόν αφρό,
τραβάει, ανατριχιάζοντας μ΄ όλα τα πανιά του, μέσ΄ στην αυγή.
χρυσώνει το παλιό κάστρο και το απάνου μέρος των καταρτιών,
και ρίχνοντας το δίχτυ του απάνου στα σκοτεινά κύματα,
κάνει τη θάλασσα όλη να σπιθοβολεί μέσ’ τους ασημένιους του βρόχους.
Να, που αναδίνουν τώρα, αγγιγμένες από μια μακρινήν αχτίδα,
μαρμάρινες στοές και χτίρια·
και ο αψύς αέρας σε κάνει να νείρεσαι κάποιες περιπέτειες,
μέσ’ τη λεπτή και καθάρια λάμψη του πρωιού.
Η απλωτή σημαία κυματίζει απάνου στο Ναύσταθμο,
και κάποια παιδάκια, ξαναμμένα απ΄ το τρελλό παιχνίδι,
κάνουν να κουδουνίζουν με το τρέξιμό τους οι χαλκάδες του γέρικου του τοίχου.
Και την ώρ΄ αυτήν, ένα ωραίο πλοίο, χρωματισμένο όλο, πορφυρό και γαλανό,
χοροπηδώντας κι αλαφρύ στον ηχηρόν αφρό,
τραβάει, ανατριχιάζοντας μ΄ όλα τα πανιά του, μέσ΄ στην αυγή.
~
απόδοση : Ναπολέων Λαπαθιώτης