Είν’ ένα βράδυ τρυφερό σαν πρόσωπο γυναίκας.
Ένα βράδυ αλλόκοτο που άνθισε άξαφνα μέσ’ τον τραχύ, και σκληρό χειμώνα,
και που η γλύκα του, κυματίζοντας, έτσι απαλά μέσ΄ το μισόφωτο,
πέφτει σαν άρρητη γάζα, απάνου στις πληγές της ψυχής.
Κάποια πράσινα θεία... κάποια ροζ αναιμικά...
Η Θριαμβευτική Αψίδα, μακριά, μουντώνει βελουδένια,
κι η νύχτα που κατεβαίνει απ΄ τη βαθυκύανη Δύση,
χύνει στα πονεμένα νεύρα τη γλυκυτάτη γαλήνη.
Το μήνα του μαύρου ανέμου και της μολυβένιας πάχνης,
τα πέταλα του γέρικου χινόπωρου, είν΄ όλα πεσμένα.
Ο ωραίος ουρανός πέρα ξεψυχάει όλη τη σκάλα των αποχρώσεών του.
Στο μάκρος των παλιών και μυρωμένων αλλοτινών μεγάρων,
εγώ ανασαίνω το μαγεμένο άνθος στα δάχτυλά μου.
Είν’ ένα βράδυ τρυφερό σαν πρόσωπο γυναίκας.-
Ένα βράδυ αλλόκοτο που άνθισε άξαφνα μέσ’ τον τραχύ, και σκληρό χειμώνα,
και που η γλύκα του, κυματίζοντας, έτσι απαλά μέσ΄ το μισόφωτο,
πέφτει σαν άρρητη γάζα, απάνου στις πληγές της ψυχής.
Κάποια πράσινα θεία... κάποια ροζ αναιμικά...
Η Θριαμβευτική Αψίδα, μακριά, μουντώνει βελουδένια,
κι η νύχτα που κατεβαίνει απ΄ τη βαθυκύανη Δύση,
χύνει στα πονεμένα νεύρα τη γλυκυτάτη γαλήνη.
Το μήνα του μαύρου ανέμου και της μολυβένιας πάχνης,
τα πέταλα του γέρικου χινόπωρου, είν΄ όλα πεσμένα.
Ο ωραίος ουρανός πέρα ξεψυχάει όλη τη σκάλα των αποχρώσεών του.
Στο μάκρος των παλιών και μυρωμένων αλλοτινών μεγάρων,
εγώ ανασαίνω το μαγεμένο άνθος στα δάχτυλά μου.
Είν’ ένα βράδυ τρυφερό σαν πρόσωπο γυναίκας.-
~
απόδοση : Ναπολέων Λαπαθιώτης