Δώσε μου το μεγάλο σου θόρυβο, το γλυκό μεγάλο σου βάδισμα
Το κύλισμά σου το νυχτερινό ανάμεσα στην πάμφωτην Ευρώπη,
ω τρένο πολυτελές! και την αγωνιώδη μουσική
που βουίζει κατά μήκος των φτιαγμένων από χρυσωμένο δέρμα διαδρόμων σου,
ενώ πίσω απ’ τις θύρες τις σκαλιστές με τις βαριές χάλκινες κλειδαριές
κοιμούνται οι εκατομμυριούχοι.
Κυκλοφορώ σιγανοτραγουδώντας στους διαδρόμους σου
κι ακολουθώ το τρέξιμό σου προς τη Βιέννη και τη Βουδαπέστη
σμίγοντας τη φωνή μου με τις εκατό χιλιάδες φωνές σου
πολύβουη φυσαρμόνικα!
Το κύλισμά σου το νυχτερινό ανάμεσα στην πάμφωτην Ευρώπη,
ω τρένο πολυτελές! και την αγωνιώδη μουσική
που βουίζει κατά μήκος των φτιαγμένων από χρυσωμένο δέρμα διαδρόμων σου,
ενώ πίσω απ’ τις θύρες τις σκαλιστές με τις βαριές χάλκινες κλειδαριές
κοιμούνται οι εκατομμυριούχοι.
Κυκλοφορώ σιγανοτραγουδώντας στους διαδρόμους σου
κι ακολουθώ το τρέξιμό σου προς τη Βιέννη και τη Βουδαπέστη
σμίγοντας τη φωνή μου με τις εκατό χιλιάδες φωνές σου
πολύβουη φυσαρμόνικα!
Της ζωής τη γλύκα την αισθάνθηκα πρώτη φορά
σε μια καμπίνα του Nord-Express ανάμεσα Wirballen και Pskow.
Κυλούσαμε μέσ’ σε λειμώνες, οι βοσκοί
στις ρίζες τεράστιων δέντρων όμοιων με λόφους
ήταν ντυμένοι με προβιές ρυπαρές κι ακατέργαστες
(η ώρα οχτώ του φθινοπωρινού πρωινού κι η όμορφη πριμαντόνα
με τα μενεξελιά μάτια μέσ’ στη διπλανή καμπίνα τραγουδούσε).
Κι εσείς αιώνιοι πάγοι που είδα ανάμεσά σας να διαβαίνει η Σιβηρία
και του Σάμνιου τα βουνά
η άγρια κι άνανθη Καστίλλη κι η θάλασσα του Μαρμαρά
κάτω από μια χλιαρή βροχή!
Δώσε μου, ω Orient-Express, Sud-Brenner-Bahn, δώστε μου
τους θαυμαστούς υπόκωφους θορύβους σας
και τις παλλόμενες γοητευτικές φωνές σας
δώστε μου την εύκολην κι ανάλαφρην ανάσα
των υψηλών οστεώδικων ατμομηχανών με τις άνετες κινήσεις
των ατμομηχανών που γοργές
χωρίς καμιά προσπάθεια σέρνουν πίσω τους τέσσερα βαγόνια κίτρινα
με γράμματα χρυσά
μέσ’ στις βουνίσιες ερημιές της Σερβίας
και πιο μακριά μέσα στο πλήθος των βουλγαρικών ροδώνων…
Α! τούτοι οι θόρυβοι και τούτη η κίνηση
πρέπει να μπούνε στα τραγούδια μου και να ιστορούν για μένα,
για τη ζωή μου την ανέκφραστη, την παιδική μου ζωή
που πια δε θέλει τίποτα να ξέρει, μόνο
σ’ αβέβαια πράγματα παντοτινά να ελπίζει.
~
Μτφ: Τάκης Σινόπουλος