Η ανοησία, αμάρτημα, η απληστία κι η πλάνη
κυριεύουνε τη σκέψη μας και φθείρουν το κορμί μας
κι ευχάριστα τις τύψεις μας θρέφουμε στη ψυχή μας,
καθώς που θρέφουν πάνω τους τις ψείρες οι ζητιάνοι.
Στα μετανιώματα άναντροι κι αμαρτωλοί ως την άκρια
ζητάμε πληρωμή ακριβή για κάθε μυστικό μας
και ξαναμπαίνουμε εύκολα στον βούρκο τον παλιό μας,
θαρρώντας πως ξεπλένεται με τα δειλά μας δάκρυα.
Πάνω απ'το προσκεφάλι μας ο Σατανάς γερμένος,
πάντα στα μάγια του Κακού το νου μας νανουρίζει
την πιο ατσαλένια θέληση με μιας την εξατμίζει,
αυτός ο μέγας χημικός, ο Τετραπερασμένος.
Ο Διάολος, το νήμα αυτός κρατάει που μας κουνάει!
Τα πράματα τα βρομερά πιότερο τ’ αγαπάμε
κι όλο προς την Κόλαση…
κάθε στιγμή τραβάμε,
με δίχως φρίκη, ανάμεσα στο σκότος που βρομάει.
Σα τον φτωχό ξεφαντωτή που πιπιλάει με ζάλη
μιας παλιάς πόρνης αγκαλιά, χιλιοβασανισμένη,
κλεφτά αρπάζουμε κι εμείς καμιά ηδονή θλιμμένη
που τηνε ξεζουμίζουμε σα σάπιο πορτοκάλι.
Σαν ένα εκατομμύριο σκουλήκια, μυρμηγκώντας,
μες στο μυαλό μας κραιπαλουν του Δαίμονα τα πλήθη,
κι όταν ανάσα παίρνουμε, ο Θάνατος στα στήθη
σαν αυλός ποταμός κυλάει, σιωπηλά θρηνώντας.
Αν το φαρμάκι κι η φωτιά κι η βία και το μαχαίρι
δεν έχουνε τα φανταχτά κεντίδια ακόμα κάνει
στο πρόστυχο της μοίρας μας και άθλιο καμβοπάνι
είναι που λείπει απ'την ψυχή μας το θάρρος-κι απ'το χέρι.
Μα μες στις σκύλες, τους σκορπιούς, τα φίδια, τα τσακάλια,
τους πάνθηρες, τους πιθήκους, τους γύπες, τα θηρία,
που γρούζουν, σέρνονται, αλυχτούν κι ουρλιάζουν
με μανία μες στων παθών μας τ’ άτιμο κλουβί, προβαίνει αγάλια,
θεριό πιο βρώμικο, κακό, την ασχήμια να δείξει!
Κι αν δε σαλεύει κι ούτε ακούει κανένας το ουρλιαχτό του
όλη τη γης θα ρήμαζε, και στο χασμουρητό του
θα θελε να κατάπινε τον κόσμο...αυτο'ναι η Πλήξη,
που, μ'ένα δάκρυ αθέλητο στα ματιά της, κοιτάζεις,
καθώς καπνίζει τον ουκά, κρεμάλες να στυλώνει.
Και ξέρεις, αναγνώστη, αυτό το τέρας πως δαγκώνει!
-Ω αναγνώστη υποκριτή, αδέρφι, που μου μοιάζεις!
~
Aπό τα «Άνθη του Κακού»,
μετάφραση:Γιώργης Σημηριώτης
πηγή
κυριεύουνε τη σκέψη μας και φθείρουν το κορμί μας
κι ευχάριστα τις τύψεις μας θρέφουμε στη ψυχή μας,
καθώς που θρέφουν πάνω τους τις ψείρες οι ζητιάνοι.
Στα μετανιώματα άναντροι κι αμαρτωλοί ως την άκρια
ζητάμε πληρωμή ακριβή για κάθε μυστικό μας
και ξαναμπαίνουμε εύκολα στον βούρκο τον παλιό μας,
θαρρώντας πως ξεπλένεται με τα δειλά μας δάκρυα.
Πάνω απ'το προσκεφάλι μας ο Σατανάς γερμένος,
πάντα στα μάγια του Κακού το νου μας νανουρίζει
την πιο ατσαλένια θέληση με μιας την εξατμίζει,
αυτός ο μέγας χημικός, ο Τετραπερασμένος.
Ο Διάολος, το νήμα αυτός κρατάει που μας κουνάει!
Τα πράματα τα βρομερά πιότερο τ’ αγαπάμε
κι όλο προς την Κόλαση…
κάθε στιγμή τραβάμε,
με δίχως φρίκη, ανάμεσα στο σκότος που βρομάει.
Σα τον φτωχό ξεφαντωτή που πιπιλάει με ζάλη
μιας παλιάς πόρνης αγκαλιά, χιλιοβασανισμένη,
κλεφτά αρπάζουμε κι εμείς καμιά ηδονή θλιμμένη
που τηνε ξεζουμίζουμε σα σάπιο πορτοκάλι.
Σαν ένα εκατομμύριο σκουλήκια, μυρμηγκώντας,
μες στο μυαλό μας κραιπαλουν του Δαίμονα τα πλήθη,
κι όταν ανάσα παίρνουμε, ο Θάνατος στα στήθη
σαν αυλός ποταμός κυλάει, σιωπηλά θρηνώντας.
Αν το φαρμάκι κι η φωτιά κι η βία και το μαχαίρι
δεν έχουνε τα φανταχτά κεντίδια ακόμα κάνει
στο πρόστυχο της μοίρας μας και άθλιο καμβοπάνι
είναι που λείπει απ'την ψυχή μας το θάρρος-κι απ'το χέρι.
Μα μες στις σκύλες, τους σκορπιούς, τα φίδια, τα τσακάλια,
τους πάνθηρες, τους πιθήκους, τους γύπες, τα θηρία,
που γρούζουν, σέρνονται, αλυχτούν κι ουρλιάζουν
με μανία μες στων παθών μας τ’ άτιμο κλουβί, προβαίνει αγάλια,
θεριό πιο βρώμικο, κακό, την ασχήμια να δείξει!
Κι αν δε σαλεύει κι ούτε ακούει κανένας το ουρλιαχτό του
όλη τη γης θα ρήμαζε, και στο χασμουρητό του
θα θελε να κατάπινε τον κόσμο...αυτο'ναι η Πλήξη,
που, μ'ένα δάκρυ αθέλητο στα ματιά της, κοιτάζεις,
καθώς καπνίζει τον ουκά, κρεμάλες να στυλώνει.
Και ξέρεις, αναγνώστη, αυτό το τέρας πως δαγκώνει!
-Ω αναγνώστη υποκριτή, αδέρφι, που μου μοιάζεις!
~
Aπό τα «Άνθη του Κακού»,
μετάφραση:Γιώργης Σημηριώτης
πηγή