«Σαν το ζαφείρι ήταν της θάλασσας το χρώμα
κι έμοιαζε οπάλιο πυρωμένο τ’ ουρανού το δώμα.
Σηκώσαμε πανιά … Και πρίμο φύσαγε τ’ αγέρι,
Απ’ την ολόρθη πλώρη, βιαστικό το βλέμμα
τη Ζάκυνθο αγναντεύει, το κάθε της ρέμα
και το κάθε λιοστάσι,
της Ιθάκης τ’ ακροθαλάσσι,
του Λύκαιου τα κορφοβούνια χιονισμένα,
της Αρκαδίας τα βουνά μ’ ανθούς σπαρμένα.
Κανείς άλλος ήχος τη σιωπή δεν ταράζει,
παρά το πανί που στο κατάρτι παφλάζει,
το νερό που στα πλάγια του πλοίου φλοισβίζει
και γέλιο κοριτσιών που στην πρύμνη αναβρύζει.
Την ώρα που άρχιζε να φλέγεται η Δύση
κι ήλιος πορφυρός στα νερά είχε καθίσει,
τη γη της Ελλάδας είχα τέλος πατήσει.»