Τον ταράζει απόψε νύχτα καλοκαιρινή
η Τάξη του κόσμου
σαν καταιγίδα, μετά το ηλιοβασίλεμα,
σε ημιτροπικές περιοχές,
σα βροντερός καπνός
από το βάραθρο του άναρχου νερού
στους καταρράχτες της Βικτορίας
παραφέρεται και αδημονεί,
νύχτα καλοκαιρινή απόψε
και αράγιστη η Τάξη του κόσμου.
ΙΙ
“Πρέπει, επιτέλους, να διαπράξω τα έσχατα”
είπε, όπως πολλές άλλες φορές
και αυτόματα άρχισε να λειτουργεί
στο πνεύμα του, διαρθρωμένη
και έξοχα επιμελής,
η υψηλή φροντίδα
για την αποσαφήνιση, τον προσδιορισμό
της “έννοιας των εσχάτων”
Ομοβροντίες φράσεων με άπταιστη
αλληλουχία νοημάτων
και μ’ ερμηνείες διασταλτικές
στατιστικές διαφορετικών απόψεων
Αναλογίες και έννοιες παρεμφερείς
στην ακατάσχετη αναφορά απόμακρων
πολιτισμών και παραδόσεων
Τέλος, προπαντός,
η ακριβολογία της διατύπωσης,
η ορθότητα και η ευκαμψία του Λόγου.
ΙΙΙ
“Απόψε, οπωσδήποτε, θα προβώ στα έσχατα”
Και αποτίναξε αποφασιστικά τον ορμαθό
των φράσεων, των επιχειρημάτων,
την ασαφή θάλασσα των απόψεων.
Ήταν ευμενείς οι απηχήσεις
στο πνεύμα του και η χαρά του
αστραφτερό μήλον της έριδος
ανάμεσα σε συμφιλιωμένους.
IV
Με το ακραιφνές χαμόγελο της καθημερινότητας
διέσχισε το πρώτο πολύβουο τετράγωνο της ολοφώτιστης κεντρικής λεωφόρου,
πεισματικά επιμένοντας για την Εξέγερση,
για την αμείλικτη, την αμετάθετη καταδίκη
της Παγκόσμιας Πανουργίας –
που λέγεται: Τάξη του κόσμου,
που λέγεται: Τίποτα δεν Γίνεται,
που λέγεται: Ο Έρωτας Τέλειωσε,
που λέγεται: Θάνατος παρακάτω.
V
Με το ακραιφνές χαμόγελο της καθημερινότητας
διέσχισε και το δεύτερο φωτεινό τετράγωνο
της εκκωφαντικής λεωφόρου,
αλλά αιφνιδιαστικά άρχισε να κουράζεται
επιμένοντας, χρόνια και χρόνια,
στην Εξέγερση
για την αμείλικτη καταδίκη
της Υπερκόσμιας Πανουργίας άρχισε πια να κουράζεται.
Περνούσε άλλωστε σταθερά τον ακαθόριστο διάδρομο
της μέσης ηλικίας
πήρε απότομα ένα ταξί
για τη νυχτερινή του κατοικία.
VΙ
Με το νωχελικό του βάδισμα διέσχισε
την απόσταση:
εικοσιδύο μαρμάρινα σκαλοπάτια
“εδώ έχω τα φάσματα του παρελθόντος
παρόντα”
φώναξε ψιθυριστά,
σα να `θελε να πει:
“καλησπέρα”
μολονότι ήξερε πως όλοι πάλι σήμερα
θα λείπουν απ’ το σπίτι.
VΙΙ
Αφέθηκε με άνεση
στην πρόσκληση των οραματισμών,
των γιγαντιαίων
πράξεων τον πνεύματος,
περιφερόμενος
στα τεράστια άδεια δωμάτια
της νύχτας
με το πρώτο ποτήρι το κρασί
στα χέρια,
χωρίς να φτάσει στο δάκρυ
ή στην απόγνωση,
χωρίς να ματώσουν πουθενά
οι σάρκες του,
χωρίς να κραυγάσει στα μυστικά
τέρατα της φθοράς.
Είχε τα φάσματα τον παρελθόντος
παρόντα.
VΙΙΙ
Αφέθηκε με μεγαλύτερη άνεση
στην πρόσκληση των οραματισμών,
με λίγο κρασί ακόμη
με δεύτερο και τρίτο και τέταρτο
ποτήρι στα χέρια.
Έτσι άρχισαν οι τιτάνιες ιαχές
και τ’ αμετάθετα επιχειρήματα
πάντα ενάντια στην Τάξη του κόσμου
τον εξαντλεί και τον παιδεύει
η έσχατη ετούτη Πανουργία.
Πάντα ενάντια στην Τάξη του κόσμου
και με το τελευταίο ποτήρι το κρασί
άρχισε να τρίβει
ελαφρά τα γόνατά του,
όπως αισθάνθηκε να πλησιάζει
ο Ύπνος,
βαθύς χωρίς όνειρα,
όπως κάθε νύχτα,
ένας Ύπνος
χωρίς όνειρα πια.
~
η Τάξη του κόσμου
σαν καταιγίδα, μετά το ηλιοβασίλεμα,
σε ημιτροπικές περιοχές,
σα βροντερός καπνός
από το βάραθρο του άναρχου νερού
στους καταρράχτες της Βικτορίας
παραφέρεται και αδημονεί,
νύχτα καλοκαιρινή απόψε
και αράγιστη η Τάξη του κόσμου.
ΙΙ
“Πρέπει, επιτέλους, να διαπράξω τα έσχατα”
είπε, όπως πολλές άλλες φορές
και αυτόματα άρχισε να λειτουργεί
στο πνεύμα του, διαρθρωμένη
και έξοχα επιμελής,
η υψηλή φροντίδα
για την αποσαφήνιση, τον προσδιορισμό
της “έννοιας των εσχάτων”
Ομοβροντίες φράσεων με άπταιστη
αλληλουχία νοημάτων
και μ’ ερμηνείες διασταλτικές
στατιστικές διαφορετικών απόψεων
Αναλογίες και έννοιες παρεμφερείς
στην ακατάσχετη αναφορά απόμακρων
πολιτισμών και παραδόσεων
Τέλος, προπαντός,
η ακριβολογία της διατύπωσης,
η ορθότητα και η ευκαμψία του Λόγου.
ΙΙΙ
“Απόψε, οπωσδήποτε, θα προβώ στα έσχατα”
Και αποτίναξε αποφασιστικά τον ορμαθό
των φράσεων, των επιχειρημάτων,
την ασαφή θάλασσα των απόψεων.
Ήταν ευμενείς οι απηχήσεις
στο πνεύμα του και η χαρά του
αστραφτερό μήλον της έριδος
ανάμεσα σε συμφιλιωμένους.
IV
Με το ακραιφνές χαμόγελο της καθημερινότητας
διέσχισε το πρώτο πολύβουο τετράγωνο της ολοφώτιστης κεντρικής λεωφόρου,
πεισματικά επιμένοντας για την Εξέγερση,
για την αμείλικτη, την αμετάθετη καταδίκη
της Παγκόσμιας Πανουργίας –
που λέγεται: Τάξη του κόσμου,
που λέγεται: Τίποτα δεν Γίνεται,
που λέγεται: Ο Έρωτας Τέλειωσε,
που λέγεται: Θάνατος παρακάτω.
V
Με το ακραιφνές χαμόγελο της καθημερινότητας
διέσχισε και το δεύτερο φωτεινό τετράγωνο
της εκκωφαντικής λεωφόρου,
αλλά αιφνιδιαστικά άρχισε να κουράζεται
επιμένοντας, χρόνια και χρόνια,
στην Εξέγερση
για την αμείλικτη καταδίκη
της Υπερκόσμιας Πανουργίας άρχισε πια να κουράζεται.
Περνούσε άλλωστε σταθερά τον ακαθόριστο διάδρομο
της μέσης ηλικίας
πήρε απότομα ένα ταξί
για τη νυχτερινή του κατοικία.
VΙ
Με το νωχελικό του βάδισμα διέσχισε
την απόσταση:
εικοσιδύο μαρμάρινα σκαλοπάτια
“εδώ έχω τα φάσματα του παρελθόντος
παρόντα”
φώναξε ψιθυριστά,
σα να `θελε να πει:
“καλησπέρα”
μολονότι ήξερε πως όλοι πάλι σήμερα
θα λείπουν απ’ το σπίτι.
VΙΙ
Αφέθηκε με άνεση
στην πρόσκληση των οραματισμών,
των γιγαντιαίων
πράξεων τον πνεύματος,
περιφερόμενος
στα τεράστια άδεια δωμάτια
της νύχτας
με το πρώτο ποτήρι το κρασί
στα χέρια,
χωρίς να φτάσει στο δάκρυ
ή στην απόγνωση,
χωρίς να ματώσουν πουθενά
οι σάρκες του,
χωρίς να κραυγάσει στα μυστικά
τέρατα της φθοράς.
Είχε τα φάσματα τον παρελθόντος
παρόντα.
VΙΙΙ
Αφέθηκε με μεγαλύτερη άνεση
στην πρόσκληση των οραματισμών,
με λίγο κρασί ακόμη
με δεύτερο και τρίτο και τέταρτο
ποτήρι στα χέρια.
Έτσι άρχισαν οι τιτάνιες ιαχές
και τ’ αμετάθετα επιχειρήματα
πάντα ενάντια στην Τάξη του κόσμου
τον εξαντλεί και τον παιδεύει
η έσχατη ετούτη Πανουργία.
Πάντα ενάντια στην Τάξη του κόσμου
και με το τελευταίο ποτήρι το κρασί
άρχισε να τρίβει
ελαφρά τα γόνατά του,
όπως αισθάνθηκε να πλησιάζει
ο Ύπνος,
βαθύς χωρίς όνειρα,
όπως κάθε νύχτα,
ένας Ύπνος
χωρίς όνειρα πια.
~
Ευχαριστώ την Αγγελική Κ. που μου έστειλε το ποίημα
Ο ποιητής και συγγραφέας Δημήτρης Δούκαρης έφυγε από τη ζωή συνεπεία καρδιακής προσβολής τη νύχτα της Δευτέρας 5 Απριλίου 1982, σε ηλικία μόλις 57 ετών. Είχε γεννηθεί στην Αθήνα το 1925 από γονείς μικρασιατικής καταγωγής, πρόσφυγες μετά την Καταστροφή. Σπούδασε στη Νομική της Αθήνας (πολιτικές και οικονομικές επιστήμες) και έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση ως μέλος του ΕΑΜ. Από το 1947 έως το 1950 εξορίστηκε στην Ικαρία και στη Μακρόνησο. Μόλις απολύθηκε, τύπωσε την πρώτη ποιητική συλλογή του, τις «Προσευχές». Την εποχή της δίκης του Νίκου Πλουμπίδη ο Δούκαρης διαχώρισε με θάρρος τη θέση του από την επίσημη γραμμή του ΚΚΕ και αφιέρωσε στον μετέπειτα καταδικασθέντα και εκτελεσθέντα Πλουμπίδη ένα από τα ποιήματά του. Αργότερα, με ένα άλλο ποίημά του, καταδίκασε τη ρωσική εισβολή στην Ουγγαρία και ακολούθως αποστασιοποιήθηκε από το χώρο της πολιτικής. Στα κατοπινά χρόνια τύπωσε ικανό αριθμό ποιητικών συλλογών (μεταξύ αυτών, ο «Καθολικός Μεσάζων», το 1955) και δοκιμίων, ζώντας ένα μεγάλο διάστημα και στο εξωτερικό. Από το 1975 έως το θάνατό του πάσχισε, ως εκδότης και διευθυντής, για την επιτυχία του μηνιαίου περιοδικού πνευματικού προβληματισμού «Τομές». Ιδιόρρυθμος άνθρωπος και ιδιότυπος ποιητής, ο Δούκαρης ήταν, όπως γράφτηκε εύστοχα στην εφημερίδα «Τα Νέα» της 7ης Απριλίου 1982, ένας φανατικός των Γραμμάτων, ένας βασανιζόμενος των Ιδεών.