I
Να γινόταν κάποτε μια επανάσταση –
όχι για τον κάθετο ήλιο του ισημερινού,
την απότομη Ινδική Θάλασσα,
τους στεγνούς αμμόλοφους που αχνίζουν.
Εδώ που αναπαύεται ο τοίχος
του κοιμητηρίου των Μωαμεθανών
και απορεί ο γιος μου παίζοντας
στη βεράντα με τους φοίνικες.
Εκεί που εκτυλίσσεται το πυκνό βλέμμα σου:
Άλλοτε βυθισμένο στο αναπάντεχο
της ασύμμετρης θάλασσας,
άλλοτε ανορυγμένο στα κύματα
της μετακινούμενης αμμουδιάς,
άλλοτε δολοφονημένο τελεσίδικα
απ’ το εναλλασσόμενο απόσπασμα –
που είναι πληγιασμένα κουρέλια,
που είναι σαπισμένα σώματα,
που είναι άναρθρη σιωπή.
II
Να γινόταν κάποτε μια επανάσταση –
όχι μονάχα για τους αναρίθμητους
που βαδίζουν και χωρίς πόδια,
δείχνουν απρόσωπα το κενό
και με φαγωμένα δάχτυλα
μια επανάσταση για μένα, εννοώ:
Να με αναπαύσει –
να μου υπεξαιρέσει τις κυκλικές νύχτες
του αίματος,
τότε που σφαγιάζουν το σπίτι μας
οἱ καμπάνες
σφραγίζουν οι καμπάνες την κάμαρά μου,
με πολιορκούν και ωρύονται:
Μην αναπαύεσαι,
έχεις πρόσωπο και φωνή
μην αναπαύεσαι.
III
Να γινόταν κάποτε μια επανάσταση,
αλλά μια επανάσταση διαφορετική –
ν’ αρχίσει και να μην τελειώσει
ή να τελειώσει όπως ένα ποίημα,
όπως η τροπική βροχή.
Μια επανάσταση αληθινά
διαφορετική: Για τη χαμένη
αθωότητα.
~
Να γινόταν κάποτε μια επανάσταση –
όχι για τον κάθετο ήλιο του ισημερινού,
την απότομη Ινδική Θάλασσα,
τους στεγνούς αμμόλοφους που αχνίζουν.
Εδώ που αναπαύεται ο τοίχος
του κοιμητηρίου των Μωαμεθανών
και απορεί ο γιος μου παίζοντας
στη βεράντα με τους φοίνικες.
Εκεί που εκτυλίσσεται το πυκνό βλέμμα σου:
Άλλοτε βυθισμένο στο αναπάντεχο
της ασύμμετρης θάλασσας,
άλλοτε ανορυγμένο στα κύματα
της μετακινούμενης αμμουδιάς,
άλλοτε δολοφονημένο τελεσίδικα
απ’ το εναλλασσόμενο απόσπασμα –
που είναι πληγιασμένα κουρέλια,
που είναι σαπισμένα σώματα,
που είναι άναρθρη σιωπή.
II
Να γινόταν κάποτε μια επανάσταση –
όχι μονάχα για τους αναρίθμητους
που βαδίζουν και χωρίς πόδια,
δείχνουν απρόσωπα το κενό
και με φαγωμένα δάχτυλα
μια επανάσταση για μένα, εννοώ:
Να με αναπαύσει –
να μου υπεξαιρέσει τις κυκλικές νύχτες
του αίματος,
τότε που σφαγιάζουν το σπίτι μας
οἱ καμπάνες
σφραγίζουν οι καμπάνες την κάμαρά μου,
με πολιορκούν και ωρύονται:
Μην αναπαύεσαι,
έχεις πρόσωπο και φωνή
μην αναπαύεσαι.
III
Να γινόταν κάποτε μια επανάσταση,
αλλά μια επανάσταση διαφορετική –
ν’ αρχίσει και να μην τελειώσει
ή να τελειώσει όπως ένα ποίημα,
όπως η τροπική βροχή.
Μια επανάσταση αληθινά
διαφορετική: Για τη χαμένη
αθωότητα.
~
Ευχαριστώ την Αγγελική Κ. που μου έστειλε το ποίημα
Ο ποιητής και συγγραφέας Δημήτρης Δούκαρης έφυγε από τη ζωή συνεπεία καρδιακής προσβολής τη νύχτα της Δευτέρας 5 Απριλίου 1982, σε ηλικία μόλις 57 ετών. Είχε γεννηθεί στην Αθήνα το 1925 από γονείς μικρασιατικής καταγωγής, πρόσφυγες μετά την Καταστροφή. Σπούδασε στη Νομική της Αθήνας (πολιτικές και οικονομικές επιστήμες) και έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση ως μέλος του ΕΑΜ. Από το 1947 έως το 1950 εξορίστηκε στην Ικαρία και στη Μακρόνησο. Μόλις απολύθηκε, τύπωσε την πρώτη ποιητική συλλογή του, τις «Προσευχές». Την εποχή της δίκης του Νίκου Πλουμπίδη ο Δούκαρης διαχώρισε με θάρρος τη θέση του από την επίσημη γραμμή του ΚΚΕ και αφιέρωσε στον μετέπειτα καταδικασθέντα και εκτελεσθέντα Πλουμπίδη ένα από τα ποιήματά του. Αργότερα, με ένα άλλο ποίημά του, καταδίκασε τη ρωσική εισβολή στην Ουγγαρία και ακολούθως αποστασιοποιήθηκε από το χώρο της πολιτικής. Στα κατοπινά χρόνια τύπωσε ικανό αριθμό ποιητικών συλλογών (μεταξύ αυτών, ο «Καθολικός Μεσάζων», το 1955) και δοκιμίων, ζώντας ένα μεγάλο διάστημα και στο εξωτερικό. Από το 1975 έως το θάνατό του πάσχισε, ως εκδότης και διευθυντής, για την επιτυχία του μηνιαίου περιοδικού πνευματικού προβληματισμού «Τομές». Ιδιόρρυθμος άνθρωπος και ιδιότυπος ποιητής, ο Δούκαρης ήταν, όπως γράφτηκε εύστοχα στην εφημερίδα «Τα Νέα» της 7ης Απριλίου 1982, ένας φανατικός των Γραμμάτων, ένας βασανιζόμενος των Ιδεών.